ΣτΕ 668/2025
Συμβούλιο της Επικρατείας. Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΙΓΚΟΡ ΤΑΛΑΕΒΙΤΣ
Κ.Ε.
Αριθμός 668/2025
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Φεβρουαρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Παναγιώτης Τσούκας, Αγορίτσα Σδράκα, Φραντζέσκα Γιαννακού, Ευσταθία Σκούρα, Σύμβουλοι, Βασιλική Μόσχου, Μαρίνα Σκανδάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αναστασία Ζυγουρίτσα, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 15 Φεβρουαρίου 2018 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με τον Γεώργιο Καφίρη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ADIDAS HELLAS A.E." (ΑΝΤΙΝΤΑΣ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.), που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη (26ης Οκτωβρίου 38-40 και Ανδρέα Γεωργίου 1-3), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ξενοφώντα Παπαγιάννη (Α.Μ. 28681), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 2596/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ευσταθίας Σκούρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2596/2017 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της 459/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρίας, μεταρρυθμίστηκε η από 3.3.2009 συγκεντρωτική συμπληρωματική πράξη χρέωσης δασμών, λοιπών φόρων και επιβολής ποινής ανακριβούς δηλώσεως του Διευθυντή του Α΄ Τελωνείου Θεσσαλονίκης και περιορίστηκε η ποινή στο ποσό των 1.623,64 ευρώ. Με την ανωτέρω πράξη είχε καταλογιστεί σε βάρος της αναιρεσίβλητης, μεταξύ άλλων, εισαγωγικός δασμός ποσού 4.591,80 ευρώ και ποινή ανακριβούς δήλωσης του άρθρου 42 του ν. 2960/2001, ποσού 151.700 ευρώ, λόγω διαφοροποίησης της δασμολογητέας αξίας 1.089.735 ζευγών υποδημάτων, που είχαν εισαχθεί από την αναιρεσίβλητη με 1.517 παραστατικά εισαγωγής (διασαφήσεις).
3. Επειδή, για την παραδεκτή άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, της οποίας το ποσό της διαφοράς υπερβαίνει το ελάχιστο όριο των 40.000 ευρώ, που προβλέπεται στην παρ.4 του άρθρου 53 του π.δ.18/1989 (Α’8), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παρ.1 του άρθρου 12 του ν.3900/2010 (Α’213), απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ.18/1989, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παρ.1 του άρθρου 12 του ν.3900/2010 και στη συνέχεια με την παρ.2 του άρθρου 15 του ν.4446/2016 (Α’ 240).
4. Επειδή, ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε στο άρθρο 1 ότι «Η τελωνειακή νομοθεσία θα συνίσταται στον παρόντα κώδικα και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή του σε κοινοτικό ή σε εθνικό επίπεδο. Ο κώδικας θα εφαρμόζεται, με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που θεσπίζονται σε άλλους τομείς:— στις συναλλαγές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τις τρίτες χώρες, [...]» και στο άρθρο 4 ότι «Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα, νοούνται ως: […] 9. Τελωνειακή οφειλή: η υποχρέωση προσώπου να καταβάλει τους εισαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή) ή τους εξαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εξαγωγή) που επιβάλλονται σε συγκεκριμένα εμπορεύματα σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις. 10. Εισαγωγικοί δασμοί:- οι δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος που καταβάλλονται κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων […] 17. Διασάφηση: πράξη με την οποία ένα πρόσωπο δηλώνει, με τους απαιτούμενους τύπους και διαδικασίες, τη βούλησή του να υπαγάγει ένα εμπόρευμα σε συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς. [...]». Εξάλλου, το άρθρο 78 του ως άνω Κανονισμού αφορούσε στον εκ των υστέρων έλεγχο των διασαφήσεων και όριζε ότι: «1. Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο διασαφιστής, μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων. 2. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, μετά τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις του διασαφιστή, κάθε προσώπου που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα επαγγελματικά για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λόγω επαγγέλματος έχει στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν επίσης να εξετάσουν τα εμπορεύματα, όταν αυτά είναι ακόμα δυνατόν να προσκομιστούν. 3. Όταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους».
5. Επειδή, ο Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001, Α΄ 265) ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Η Τελωνειακή Νομοθεσία, που θεσπίζεται με τον παρόντα Κώδικα, εφαρμόζεται από τις Τελωνειακές Αρχές: α) στις εμπορικές συναλλαγές της χώρας με τρίτες χώρες, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη κοινοτική νομοθεσία, [...]». Στο άρθρο 42 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε αρχικώς, ορίζονταν τα εξής: «1. Σε κάθε περίπτωση που υπολογισθούν δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις μικρότερες των πράγματι αναλογουσών και διαπιστωθεί ότι αυτό οφείλεται στην ανακρίβεια εγγραφών και δηλωθέντων στοιχείων της διασάφησης εισπράττεται ποινή ανακριβούς δήλωσης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συνολικού ποσού από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, που βεβαιώνεται στα εμπορεύματα που τελωνίζονται σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία. 2. Σε κάθε άλλη περίπτωση ανακριβών στοιχείων και εγγραφών, που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των πράγματι οφειλόμενων επιβαρύνσεων, εισπράττεται πρόστιμο ποσού εκατό (100) ευρώ. 3. Οι ανωτέρω ποινές επιβάλλονται και κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο των διασαφήσεων […]». Ακολούθως, οι παρ. 1, 2 και 3 του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκαν με την παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 3583/2007 (Α’ 142) ως εξής: «1. Σε κάθε περίπτωση που υπολογιστούν δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις κατώτερες ή ανώτερες των πράγματι αναλογουσών και διαπιστωθεί ότι αυτό οφείλεται στην ανακρίβεια εγγραφών και δηλωθέντων στοιχείων επί των τελωνειακών παραστατικών, επιβάλλεται, αντίστοιχα, ποινή ανακριβούς δήλωσης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της επιπλέον διαφοράς και σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί της επί έλαττον διαφοράς του ποσού από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, που οφείλονται για τα εμπορεύματα που τίθενται σε ανάλωση, ελεύθερη κυκλοφορία ή οποιοδήποτε άλλο ανασταλτικό καθεστώς. Το ύψος της ποινής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το οριζόμενο στην επόμενη παράγραφο. 2. Σε κάθε άλλη περίπτωση ανακριβών στοιχείων και εγγραφών επί τελωνειακών παραστατικών, ανεξαρτήτως καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης και της εξαγωγής, που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των πράγματι οφειλόμενων επιβαρύνσεων, επιβάλλεται ποινή ανακριβούς δήλωσης ποσού εκατό (100) ευρώ ανά παραστατικό. 3. Οι ανωτέρω ποινές επιβάλλονται και κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο των τελωνειακών παραστατικών. […]». Εξάλλου, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 3583/2007 «Η διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και η επιτάχυνση της διαδικασίας τελωνισμού επέβαλαν την ποινή της ανακριβούς δήλωσης σε βάρος του παραλήπτη. Η ταχύτητα και η ομαλή πορεία τελωνισμού είναι ανάλογη της ειλικρινούς δήλωσης του διασαφιστή και της πληρότητας και εγκυρότητας των προσκομιζομένων από αυτόν σχετικών εγγράφων. Η διατήρηση της ποινής ανακριβούς δήλωσης καθίσταται επιβεβλημένη μετά και την καθιέρωση του συστήματος ανάλυσης κινδύνου που προβλέπεται η εκκαθάριση και η πληρωμή των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων να πραγματοποιείται χωρίς τον έλεγχο των εμπορευμάτων επί τη βάσει μόνο των δηλωθέντων στοιχείων. Σύμφωνα με το ισχύον άρθρο επιβάλλεται ποινή ανακριβούς δήλωσης 2% επί του συνόλου των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων εφόσον υπολογιστούν κατώτερες των πράγματι αναλογουσών και διαπιστωθεί ότι αυτό οφείλεται σε ανακρίβεια των δηλωθέντων στοιχείων. Η ως άνω ποινή θεωρείται εξοντωτική, ιδιαίτερα στις μικρού ύψους διαπιστούμενες διαφορές και προτείνεται η αλλαγή της βάσης υπολογισμού για τη διαμόρφωση του ύψους της επιβαλλόμενης ποινής κατά περίπτωση των επιπλέον ή επί έλαττον διαπιστούμενων διαφορών μεταξύ δηλώσεως και επαληθεύσεως κατά τρόπον ώστε να πραγματοποιείται ο επιδιωκόμενος σκοπός της εξασφάλισης της ειλικρινούς δήλωσης χωρίς η κύρωση αυτή να αποτελεί εξοντωτική ποινή, λειτουργεί δε σε δίκαιη βάση, εφόσον είναι ανάλογη της διαπιστούμενης διαφοράς. Η ποινή ανακριβούς δήλωσης της παραγράφου 2 επιβάλλεται σε περιπτώσεις ανακριβών στοιχείων και εγγραφών που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των πράγματι οφειλόμενων επιβαρύνσεων, πλην όμως η ανακρίβεια των στοιχείων των παραστατικών ενδέχεται να αποσκοπεί στην καταστρατήγηση δασμολογικών και διαφόρων άλλων απαγορευτικών ή περιοριστικών μέτρων και για το λόγο αυτό η επιβολή της δεν αποτελεί εισπρακτικό μέτρο αλλά αποσκοπεί στην τιμωρία της ανακρίβειας των στοιχείων των παραστατικών [...]».
6. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι γερμανικές τελωνειακές αρχές πραγματοποίησαν έλεγχο στη μητρική εταιρία ADIDAS για τη δασμολογητέα αξία και τα έξοδα κατά την εισαγωγή υποδημάτων που παράγονται σε τρίτες χώρες, για τη χρονική περίοδο από 16.10.2003 έως 15.10.2006, δέχθηκαν ότι οι υποαποσβεσθείσες χρεώσεις εργαλείων υποστήριξης παραγωγικής διαδικασίας (έξοδα τεχνικής υποστήριξης - ήτοι η αξία των μηχανημάτων που σε χαμηλό κόστος παρείχε η μητρική ADIDAS στην πωλήτρια εταιρία) υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς και προέβησαν στην είσπραξη των δασμών που δεν είχαν καταβληθεί πλήρως για το διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 2004 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2006 για τις εισαγωγές υποδημάτων σε γερμανικό έδαφος. Κατόπιν αυτού, ο όμιλος ADIDAS ενημέρωσε τη θυγατρική της αναιρεσίβλητη εταιρία ότι η τελευταία όφειλε να γνωστοποιήσει εκούσια στις ελληνικές τελωνειακές αρχές τα οικονομικά στοιχεία για τις υποαποσβεσθείσες χρεώσεις εργαλείων υποστήριξης παραγωγικής διαδικασίας, όσον αφορά στο μερίδιο των ίδιου είδους υποδημάτων που είχαν εισαχθεί στο ελληνικό έδαφος τα έτη 2005, 2006 και 2007, προκειμένου να λάβει χώρα υπολογισμός και χρέωση των επιπλέον αναλογούντων δασμών και λοιπών επιβαρύνσεων. Το ποσοστό συμμετοχής της αναιρεσίβλητης στις συνολικές εισαγωγές υποδημάτων της μητρικής εταιρίας κατά το έτος 2005 ανήλθε σε 0,70% επί συνολικής ποσότητας 122.053.000 ζευγών, το έτος 2006 σε 0,82% επί συνολικής ποσότητας 127.270.000 ζευγών και το έτος 2007 σε 0,73% επί συνολικής ποσότητας 145.189.768 ζευγών. Ακολούθως, εκδόθηκε η 254/7.1.2009 απόφαση του Διευθυντή του Α’ Τελωνείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αποφασίστηκε η συγκεντρωτική συμπληρωματική βεβαίωση δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων επί του συνόλου των ζευγών, καθώς και η επιβολή της ποινής ανακριβούς δήλωσης του άρθρου 42 του ν. 2960/2001 λόγω διαφοροποίησης της δασμολογητέας αξίας των εισαχθέντων από την αναιρεσίβλητη υποδημάτων (που είχαν εξωτερικά πέλματα και πάνω μέρος από καουτσούκ ή από πλαστική ύλη), κατά τα έτη 2006 και 2007 και για τα αντίστοιχα παραστατικά της τελωνειακής αρχής (1.517 παραστατικά για το έτος 2006 και 1.519 για το έτος 2007), όπως αναφέρονται σε συνημμένες καταστάσεις της ίδιας υπηρεσίας. Αφού λήφθηκε υπόψη ο αριθμός των εισαχθέντων ζευγών (1.089.735 για το έτος 2006), η αναλογούσα σε αυτά υποαποσβεσθείσα αξία εργαλείων σε αμερικάνικα δολάρια (1.089.735 X 0,031 = 33.781,70 U.S.D.) και η μέση τιμή ισοτιμίας δολαρίου προς ευρώ (1,2433 για το έτος 2006), προσδιορίστηκε η υποαποσβεσθείσα αξία των εργαλείων σε 27.107,90 ευρώ. Με έγγραφο του Διευθυντή του Α’ Τελωνείου Θεσσαλονίκης κοινοποιήθηκε στην αναιρεσίβλητη η από 3.3.2009 συγκεντρωτική συμπληρωματική πράξη χρέωσης δασμών και λοιπών φόρων και ποινής ανακριβούς δήλωσης, δυνάμει της οποίας, για το έτος 2006, καταλογίστηκε εισαγωγικός δασμός, ποσού 4.591,80 ευρώ (27.107,90 ευρώ Χ 16,90%), φόρος υπέρ Πανεπιστημίου ποσού 135,50 ευρώ, εισφορά Τραπέζης ποσού 40,60 ευρώ, Φ.Π.Α. ποσού 6.056,40 ευρώ και ποινή ανακριβούς δήλωσης της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 2960/2001, ποσού 151.700 ευρώ (100 ευρώ για καθένα από τα 1.517 παραστατικά). Προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρίας κατά της ως άνω πράξης έγινε εν μέρει δεκτή με την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι συντρέχουν μεν οι προϋποθέσεις επιβολής της ποινής ανακριβούς δήλωσης του άρθρου 42 του ν.2960/2001, αλλά ότι η διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου αντίκειται στην (κοινοτική) αρχή της αναλογικότητας, μεταρρυθμίστηκε η καταλογιστική πράξη και περιορίστηκε το ύψος της ποινής στο ποσό των 1.623,64 ευρώ (ήτοι 15% του ποσού των 10.824,30 ευρώ). Κατά της ανωτέρω αποφάσεως το Δημόσιο άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Το δικάσαν δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε, ειδικότερα, τα ακόλουθα: «Η ποινή ανακριβούς δήλωσης του άρθρου 42 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα υπαγορεύθηκε από την ανάγκη ταχείας και ομαλούς διεκπεραίωσης των διατυπώσεων του τελωνισμού, που προϋποθέτει τα προσκομιζόμενα από το διασαφιστή έγγραφα να είναι πλήρη και έγκυρα. Η υποβολή ανακριβών διασαφήσεων συνεπάγεται κόστος τόσο για το κράτος μέλος όσο και για την Ένωση, αφενός λόγω απώλειας μέρους ή όλων των οφειλόμενων δασμών, αφετέρου λόγω δαπανών στις οποίες θα υποβληθούν οι ελεγκτικές αρχές λόγω διενέργειας δειγματοληπτικών ελέγχων και διασταύρωσης στοιχείων. Είναι εμφανές ότι ο νομοθέτης, με την εν λόγω ποινή, επιδιώκει να εξαναγκάσει τον διασαφιστή να επιδείξει άκρα επιμέλεια και προσοχή στη σύνταξη των τελωνειακών παραστατικών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, σύμφωνα με την παράγραφο 2, σε περίπτωση ανακρίβειας που δεν συνεπάγεται υπολογισμό επί το μείζον ή το έλαττον των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, η ποινή υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των παραστατικών (ενώ στην αρχική της μορφή η ποινή ανερχόταν στο ποσό των 100 ευρώ, ανεξαρτήτως αριθμού παραστατικών). Σύμφωνα δε με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του νέου άρθρου 42 του ν. 2960/2001, η ίδια κύρωση (ήτοι 100 ευρώ ανά παραστατικό) επιβάλλεται και στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό που υπολογίζεται με βάση τη διαφορά των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων υπολείπεται αυτού που θα υπολογιζόταν βάσει της παραγράφου 2 (ήτοι 100 ευρώ ανά παραστατικό). Και τούτο, διότι διαφορετικά θα προέκυπτε το ενδεχόμενο η περίπτωση της δεύτερης παραγράφου (δηλαδή ο υπολογισμός της κυρώσεως ανά παραστατικό) να τιμωρείται βαρύτερα από αυτήν της πρώτης παραγράφου, που είναι σαφώς βαρύτερη, αποτέλεσμα που έρχεται σε αντίθεση με την αρχή του έλλογου νομοθέτη ... Εν τούτοις, η θέσπιση του ως άνω ελάχιστου ύψους (100 ευρώ ανά παραστατικό) χωρίς, παραλλήλως, να καθορίζεται στο νόμο σχετικό ανώτατο όριο (“οροφή”) για το τελικό ποσό της κύρωσης, δύναται, αναλόγως του αριθμού των παραστατικών εισαγωγής, να οδηγήσει σε συνολικό ύψος ποινής τέτοιο που να υπερακοντίζει το σκοπό της επιβολής της. Αυτό ισχύει σε περιπτώσεις όπου το τελικό ποσό της ποινής, υπολογιζόμενης βάσει του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του (νέου) άρθρου 42 του ν.2960/2001, αποδεικνύεται δυσανάλογα πολλαπλάσιο του ποσού των διαφυγόντων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, πολύ περισσότερο δε στην περίπτωση που ο εν λόγω υπολογισμός αφορά στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, ήτοι στην ελαφρύτερη περίπτωση ανακρίβειας … [Συνεπώς], η διάταξη του άρθρου 42 παρ.2 (και, συνακολούθως, του εδαφίου β΄ της παραγράφου 1) του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, κατά το αντίστοιχο μέρος της είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, λόγω αντίθεσης στην κοινοτική αρχή της αναλογικότητας … κατά το μέρος της με το οποίο δεν προβλέπεται ανώτατο όριο (οροφή) στην προβλεπόμενη κύρωση. Καθόσον δε, εν προκειμένω, η ανακρίβεια των εγγράφων και των δηλωθέντων στοιχείων είχε ως αποτέλεσμα να υπολογιστούν επιβαρύνσεις κατώτερες των πράγματι αναλογουσών, εφαρμοστέο είναι, έως ότου υπάρξει νομοθετική παρέμβαση που να ρυθμίζει διαφορετικά το ζήτημα και σε αρμονία με την αρχή της αναλογικότητας, το εδάφιο α΄ της ίδιας παραγράφου, βάσει του οποίου το ποσό της κυρώσεως συναρτάται με το ύψος της επιπλέον διαφοράς των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων».
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση το Δημόσιο, αποδεχόμενο ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το άρθρο 42 του ν.2960/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.12 του ν.3583/2007, προβάλλει μόνο -παραδεκτώς κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 παρ.3 του π.δ.18/1989 (Α’8), λόγω ποσού της διαφοράς και ελλείψει νομολογίας- ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το άρθρο 42 παρ.2 του ν.2960/2001, στο οποίο παραπέμπει το β΄ εδάφιο της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, όπως οι παράγραφοι αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 παρ. 12 του ν.3583/2007, αντίκειται στην αρχής της αναλογικότητας καθ’ ο μέρος δεν θεσπίζει ανώτατο όριο («οροφή») στο ύψος της προβλεπόμενης κυρώσεως. Ειδικότερα, όπως αναπτύσσει το Δημόσιο στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως, με την τροποποίηση του έτους 2007 ο νομοθέτης θέλησε (στην παρ.1) την καθιέρωση αφενός μιας σημαντικά ηπιότερης της αρχικής κύρωσης για την περίπτωση που λόγω ανακρίβειας εισπράχθηκαν λιγότερες από τις πράγματι αναλογούσες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, κρίνοντας ως υπέρμετρα αυστηρή την προϋφιστάμενη κύρωση, και αφετέρου την επιβολή κυρώσεων πλέον σε κάθε περίπτωση απόκλισης των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, ακόμα και αν τα νομίμως οφειλόμενα ποσά είναι χαμηλότερα από τα δηλωθέντα. Επίσης, ο νομοθέτης επέλεξε να αντιμετωπίσει αυστηρότερα, στην παρ.2, και κάθε άλλη περίπτωση ανακριβών στοιχείων, η οποία δεν επηρεάζει τον προσδιορισμό των οφειλόμενων επιβαρύνσεων, με την καθιέρωση κύρωσης 100 ευρώ ανά παραστατικό. Τέλος, με την παραπομπή της παρ.1 στην παρ.2 απέκλεισε την περίπτωση οι νεότερες, επιεικέστερες διατάξεις της παρ.1 να οδηγούν στην επιβολή ασήμαντων κυρώσεων (προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι δυσμενείς συνέπειες που απορρέουν από μόνη την υποβολή ανακριβών διασαφήσεων). Κατά το Δημόσιο, με το πλέγμα των ρυθμίσεων του νέου άρθρου 42 εξισορροπούνται οι κυρώσεις και δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, ανεξαρτήτως του ότι δεν προβλέπεται οροφή ως προς το ύψος. Εν προκειμένω, κατά τα προβαλλόμενα, η κύρωση περιορίστηκε στο δυσανάλογα χαμηλό ποσό των 1.368,50 ευρώ, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι η αναιρεσίβλητη δήλωσε ανακριβώς τη δασμολογητέα αξία σε 1.519 διασαφήσεις εισαγωγής κατά το έτος 2007, με αποτέλεσμα η κύρωση να καθίσταται αμελητέα και μη ικανή να υπηρετήσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε, που συνίσταται στην ταχεία και ομαλή διεκπεραίωση των διατυπώσεων του τελωνισμού και την έγκαιρη είσπραξη του συνόλου των νομίμως αναλογούντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
8. Επειδή, όπως έχει γίνει παγίως δεκτό από το ΔΕΚ και ήδη το ΔΕΕ, η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τηρείται από εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (ήδη δικαίου της Ένωσης) ή θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό (αποφάσεις ΔΕΕ της 11.4.2019, Repsol Butano και DISA Gas, C-473/17 και C-546/17, σκ.39, της 4.10.2018, Link Logistik N&N, C-384/17, σκ. 40, της 6.3.2014, Siragusa, C-206/13, σκ. 34, κ.ά.), ακόμα και ελλείψει εναρμόνισης της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των επιβαλλόμενων κυρώσεων (αποφάσεις ΔΕΕ της 8.3.2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Άμεσο αποτέλεσμα), C-205/20, σκ.31, της 27.1.2022, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-788/19, σκ.48, της 26.4.2017, Farkas, C-564/15, σκ.59, κ.ά.). Ειδικότερα στον τομέα των τελωνειακών παραβάσεων, όπως γίνεται παγίως δεκτό, ελλείψει εναρμόνισης της κοινοτικής νομοθεσίας (ήδη νομοθεσίας της Ένωσης), τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να επιλέγουν τις κυρώσεις που θεωρούν κατάλληλες, υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου και που, εν πάση περιπτώσει, προσδίδουν στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα (αποφάσεις ΔΕΚ της 16.10.2003, Hannl-Hofstetter, C-91/02, σκ.17, της 7.12.2000, De Andrade, C-213/99, σκ.19, της 26.10.1995, Siesse, C-36/94, σκ.20-21, κ.ά.). Συγκεκριμένα, οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο (δίκαιο της Ένωσης) και τις γενικές αρχές του και, κατά συνέπεια, την αρχή της αναλογικότητας (αποφάσεις ΔΕΚ της 16.12.1992, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-210/91, σκ.19, Hannl-Hofstetter, σκ.18, De Andrade, σκ.20, ΔΕΕ της 4.3.2020, Schenker, C-655/18, σκ.42, κ.ά.). Η ανωτέρω πάγια νομολογία έχει αποτυπωθεί ρητώς στο άρθρο 42 παρ.1 του (μεταγενέστερου του κρίσιμου χρόνου) Κανονισμού 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.10.2013 (ΕΕ L 269), σύμφωνα με το οποίο “Κάθε κράτος μέλος προβλέπει κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση με την τελωνειακή νομοθεσία. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές”. Όπως γίνεται γενικώς δεκτό, η αυστηρότητα της επιβαλλόμενης κύρωσης πρέπει να συνάδει προς τη σοβαρότητα της παράβασης την οποία αφορά (απόφαση ΔΕΕ της 12.9.2019, Maksimovic κ.λπ., C-64/18, C-140/18, C-146/18 και C-148/18, σκ.39), διασφαλίζοντας ιδίως ένα πραγματικά αποτρεπτικό αποτέλεσμα, τηρουμένης συγχρόνως της απαίτησης της αναλογικότητας (απόφαση ΔΕΕ της 19.12.2024, Sistem Lux, C-717/22 και C-372/23, σκ.49). Η κύρωση δεν πρέπει να βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών που θεμιτώς επιδιώκονται με την οικεία νομοθεσία και δεν πρέπει να είναι υπέρμετρη σε σχέση με τους εν λόγω σκοπούς (απόφαση Schenker, σκ.43, κ.ά.). Μια ιδιαίτερα αυστηρή κύρωση δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας, παρά μόνο καθ’ όσον καθίσταται αναγκαία από τις επιταγές της καταστολής και της πρόληψης, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παράβασης (απόφαση ΔΕΚ της 12.7.2001, Λουλουδάκης, C-262/99, σκ.71).
9. Επειδή, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ο νομοθέτης, έχοντας διαπιστώσει ότι η κύρωση που προβλεπόταν στην αρχική ρύθμιση του άρθρου 42 παρ.1 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα για την περίπτωση που λόγω υποβολής ανακριβών διασαφήσεων εισπράχθηκαν λιγότερες επιβαρύνσεις, ανερχόμενη στο 2% του συνολικού ποσού που βεβαιώθηκε ήταν, κατά τον περιεχόμενο στην αιτιολογική έκθεση του ν.3583/2007 χαρακτηρισμό, εξοντωτική, λόγω της βάσης επιβολής της, επέλεξε, με τον τελευταίο νόμο, να περιορίσει το ύψος της, μεταβάλλοντας τη βάση επιβολής. Παραλλήλως, όπως αναφέρει και το Δημόσιο, ο νομοθέτης με τον ίδιο νόμο επεδίωξε να αυστηροποιήσει τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν προκύπτει ζημία του Δημοσίου όσον αφορά το ύψος των οφειλόμενων επιβαρύνσεων. Όσον αφορά ειδικότερα τη νέα ρύθμιση της παρ.2 του άρθρου 42 του ν.2960/2001, η οποία προβλέπει χρηματική κύρωση της οποίας το ύψος εξαρτάται από τον αριθμό των τελωνειακών παραστατικών που αφορά η αποδιδόμενη παράβαση (100 ευρώ ανά ανακριβές παραστατικό), δεν μπορεί, καθ’ εαυτή, να θεωρηθεί δυσανάλογη. Ωστόσο, η σώρευση των εν λόγω προστίμων, χωρίς να προβλέπεται ανώτατο όριο, όταν η παράβαση αφορά μεγάλο αριθμό παραστατικών, είναι δυνατό να οδηγήσει στην επιβολή χρηματικών κυρώσεων σημαντικού ποσού, το οποίο μπορεί να ανέρχεται, όπως εν προκειμένω, σε πολλές χιλιάδες ευρώ (πρβλ. απόφαση ΔΕΕ της 12.09.2019, Maksimovic, σκ. 41 και 42, διατάξεις ΔΕΕ της 19.12.2019, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld, C-645/18, σκ. 35 και 36, και της 19.12.2019, ΕΧ κ.λπ., C-140/19, C-141/19 και C-492/19 έως C-494/19, σκ. 37 και 38). Εξάλλου, η επίμαχη ρύθμιση δεν μπορεί, σε τέτοιες περιπτώσεις, να θεωρηθεί ότι συνάδει προς τη σοβαρότητα της τελωνειακής παράβασης που κολάζει, ήτοι την περίπτωση ανακριβών στοιχείων και εγγραφών επί τελωνειακών παραστατικών που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των πράγματι οφειλόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, ενώ η συμμόρφωση προς την υποχρέωση υποβολής ακριβούς δηλώσεως δύναται να εξασφαλισθεί με λιγότερα περιοριστικά μέτρα, όπως με την καθιέρωση ανώτατου ορίου επαύξησης της ποινής σε περίπτωση περισσοτέρων ανακριβών παραστατικών. Συνεπώς, σε τέτοιες περιπτώσεις, η ποινή ανακριβούς δήλωσης της παρ. 2 του άρθρου 42 του ν. 2960/2001 υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της τήρησης της ανωτέρω υποχρέωσης και την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού της αποφυγής καταστρατήγησης του νόμου, του κολασμού του παραβάτη και της αποτελεσματικής αποτροπής τέτοιων συμπεριφορών, και δεν συμβιβάζεται με την (κατά το Σύνταγμα και) το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο (ήδη δίκαιο της Ένωσης) αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ Maksimovic, σκ. 46-48, της 16.7.2015, Chmielewski, C-255/14, σκ. 30-33, διατάξεις ΔΕΕ Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld, σκ. 39-41, και ΕΧ κ.λπ., σκ. 41-43). Για την ταυτότητα του λόγου, η ανωτέρω κύρωση της παρ.2 του άρθρου 42 δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας ούτε στην περίπτωση που καλείται σε εφαρμογή κατά παραπομπή από την παρ.1, όταν το ποσό των μη καταβληθέντων δασμών είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Εν προκειμένω, όπως έκρινε το δικάσαν δικαστήριο της ουσίας, η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων οδήγησε στην επιβολή σε βάρος της αναιρεσίβλητης κύρωσης που είναι προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με το ποσό των διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων (κύρωση 151.900 ευρώ, 16,649 φορές υψηλότερη του ποσού των 9.123,30 ευρώ, που αντιστοιχεί στις διαφυγούσες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις) και συνεπώς, νομίμως δεν εφαρμόστηκε από το δικαστήριο της ουσίας ως αντικείμενη στην αρχή της αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο (ήδη δίκαιο της Ένωσης). Εξάλλου, το Δημόσιο αορίστως προβάλλει ότι η εφαρμογή του νόμου από το δικαστήριο της ουσίας αποστερεί την κύρωση από τον αποτρεπτικό της χαρακτήρα, καθώς δεν επικαλείται με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσε να πληρωθεί το κενό το οποίο ανακύπτει κατά τον παραμερισμό της ρύθμισης που ορθώς κρίνεται ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ώστε να διασφαλιστεί μείζον αποτρεπτικό αποτέλεσμα σε σχέση με τα εφαρμοσθέντα από το δικάσαν δικαστήριο. Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
10. Επειδή, κατόπιν τούτων, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρίας, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2023
Ο Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
Μιχαήλ Πικραμένος
Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Καλλιόπη Ανδρέου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 2025.
Ο Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
Κωνσταντίνος Κουσούλης
Η Γραμματέας
Ελένη Τουρόγιαννη
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!