Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 572/2007

Αριθμός 572/2007

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2006, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Σπ. Καραλής, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Κ. Λαζαράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ, Γραμματέας του Β' Τμήματος.

Για να δικάσει την από 30 Ιουλίου 2001 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Α' Πατρών, ο οποίος παρέστη με τον Ευρ. Τσιτσέλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Τουριστικές και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πατρών GALAXY», που εδρεύει στην Πάτρα Αγ. Ν. 9, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Παν. Πετρόπουλο (Α.Μ. 2154), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 265/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε κατά το νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ' αριθ. 265/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρείας και εξαφανίσθηκε η υπ' αριθ. 184/1999 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών. Με την τελευταία είχε απορριφθεί προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά του υπ' αριθ. 10/1998 φύλλου ελέγχου του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Α' Πατρών, με το οποίο καταλογίσθηκε εις βάρος της επιπλέον φόρος εισοδήματος 5.063.515 δραχμών για το οικονομικό έτος 1991, ισόποσος πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβείας της δηλώσεως και πρόστιμο 1.519.055 δραχμών κατ' αρθρ. 67 του ν. δ/τος 3323/1955. Στη συνέχεια με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η προσφυγή και ακυρώθηκε το ως άνω φύλλο ελέγχου.

3. Επειδή, στο άρθρο 14 του ν. 2198/1994 (Α 43) ορίζονται τα εξής:

"1. Προς το σκοπό της περαίωσης εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, που ανάγονται σε παρελθούσες μέχρι και το έτος 1992 χρήσεις και αφορούν στη φορολογία εισοδήματος και λοιπές φορολογίες σε σχέση με τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις υποθέσεις αυτές. Με την ίδια απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ως προς την παρούσα ρύθμιση, κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις, οι κατηγορίες των υπαγόμενων και εξαιρούμενων φορολογικών υποθέσεων, οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής και επίλυσης, ο τρόπος προσδιορισμού του βεβαιωτέου φόρου και κάθε συναφούς επιβάρυνσης, ο τρόπος βεβαίωσης, είσπραξης και καταβολής αυτών, όπως και η τυχόν χορήγηση έκπτωσης μέχρι ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%) ανάλογα με το χρόνο εξόφλησης, οι όροι και οι προϋποθέσεις για τυχόν απαλλαγή, ολική ή μερική, από τις πάσης φύσεως κυρώσεις και γενικά ό,τι άλλο είναι αναγκαίο για την υλοποίηση της ρύθμισης αυτής.

2. Στο πλαίσιο της ρύθμισης του παρόντος άρθρου αποστέλλεται στο φορολογούμενο Ειδικό Εκκαθαριστικό Σημείωμα, που περιέχει και το ποσό του φόρου και τις τυχόν συναφείς επιβαρύνσεις, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις για την επίλυση και περαίωση της υπόθεσης. Εφόσον ο ενδιαφερόμενος αποδεχθεί ανεπιφύλακτα το περιεχόμενο του ως άνω Ειδικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος και ανταποκριθεί στους τυχόν τιθέμενους όρους και προϋποθέσεις, η υπόθεση θεωρείται περαιωθείσα. Για την ως άνω αποδοχή εκ μέρους του φορολογούμενου υπογράφεται σχετική πράξη, επί του Ειδικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος, από αυτόν και τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Η επίλυση αυτή συνεπάγεται όλα τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και τα καταβληθέντα στο Δημόσιο χρηματικά ποσά, κατ' εφαρμογή της ρύθμισης αυτής, δεν αναζητούνται σε καμιά περίπτωση.

3. ...".

Κατ' εξουσιοδότηση της ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1049691/3184/0009Α/27.4.1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β 354), με την οποία ορίσθηκαν στο μεν άρθρο 3 οι κατηγορίες των υπαγομένων στην εν λόγω ρύθμιση φορολογικών υποθέσεων, στο δε άρθρο 4 οι κατηγορίες των εξαιρουμένων υποθέσεων, μεταξύ των οποίων είναι και "Κάθε υπόθεση στην οποία προκύπτει αναμφισβήτητα, από έκθεση ελέγχου ή δελτίο πληροφοριών ή άλλο έγγραφο στοιχείο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή της ΥΠ.Ε.Δ.Α. ή άλλης αρχής, η έκδοση ή η λήψη εικονικών ή πλαστών ως προς την ποσότητα ή την αξία ή τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικών στοιχείων διακίνησης ή αξίας" (περιπτ. η). Εξάλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994 "Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος" (Α 151) ορίζονται τα εξής :

"Φύλλο ελέγχου και αν ακόμη έγινε οριστικό, δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, αν :

α) από συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν με οποιοδήποτε τρόπο σε γνώση του Προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο προηγούμενο φύλλο ελέγχου ή

β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή. Στις πιο πάνω περιπτώσεις το νέο φύλλο ελέγχου εκδίδεται για το άθροισμα του εισοδήματος που προκύπτει από το προηγούμενο φύλλο ελέγχου, καθώς και αυτού που εξακριβώθηκε με βάση τα πιο πάνω στοιχεία . . .".

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών φύλλο ελέγχου και αν κατέστη οριστικό κατόπιν διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς όπως είναι η επερχόμενη κατ' εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 και της υπ' αριθ. 1049691/3184/0009Α/27.4.1994 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικού φύλλου, αν από συμπληρωματικά στοιχεία, τα οποία περιήλθαν εκ των υστέρων στον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και τα οποία ο τελευταίος δεν είχε υπ’ όψιν του κατά την έκδοση του αρχικού φύλλου ελέγχου, εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του υπόχρεου είναι ανώτερο από αυτό που περιελήφθη στο αρχικό φύλλο ελέγχου. Τέτοια συμπληρωματικά στοιχεία δεν αποκλείεται να είναι επίσημα ή ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία που τηρούν τρίτες επιχειρήσεις ή και άλλα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται, κατά την κρίση της φορολογικής αρχής ή των διοικητικών δικαστηρίων, η εικονικότητα των τιμολογίων που εξέδιδε ο φορολογούμενος (η οποία μάλιστα, όπως προβλέπεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 4 περ. η της ως άνω αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, έχει ως συνέπεια την εξαίρεση της σχετικής υποθέσεως από τη ρύθμιση της περαιώσεως ανέλεγκτων υποθέσεων) και ως εκ τούτου η απόκρυψη απ' αυτόν εισοδήματος (ΣΕ 1426/2000, 877/2002).

4. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: "Η εκκαλούσα (ήδη αναιρεσίβλητη), η οποία διατηρεί στην Πάτρα (οδός Α. Ν. αρ. 9) επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση ξενοδοχείου με το διακριτικό τίτλο "GALAXY", προέβη στην περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων, οικον. ετών 1988 έως και 1993, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 και την 1049691/3184/0009Α/27-4/13-5-94 υπουργική απόφαση, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση αυτού. Για την περαίωση των υποθέσεων αυτών εκδόθηκε το με αριθμό 007070/15-3-1995 ειδικό εκκαθαριστικό σημείωμα από το ΚΕ.Π.Υ.Ο., το περιεχόμενο του οποίου αποδέχθηκαν, στις 7-4-1995, η εκκαλούσα και ο Προϊστάμενος της ως άνω Δ.Ο.Υ. (βλ. τη σχετική πράξη επί του σώματος του ανωτέρω ειδικού εκκαθαριστικού σημειώματος). Κατόπιν τούτου βεβαιώθηκε σε βάρος της εκκαλούσας ποσό ύψους 4.144.809 δρχ., μέρος του οποίου (230.268 δρχ.) καταβλήθηκε με το 7394/7-4-95 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Α' Πατρών και το υπόλοιπο ορίσθηκε να καταβληθεί σε 17 μηνιαίες δόσεις, η τελευταία των οποίων εξοφλήθηκε στις 26-9-1996 (βλ. το πρακτικό Νο 6/9-6-97 της αρμόδιας επιτροπής αρθρ. 30 παρ. 5 του Π.Δ. 186/1992). Στη συνέχεια διενεργήθηκε έλεγχος από αρμόδιο υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. Α' Πατρών στην πιο πάνω επιχείρηση, σύμφωνα με τον οποίο δεν περαιώθηκαν οι υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών αντικειμένων, ανεξάρτητα αν η εκκαλούσα "αποδέχθηκε το Σημείωμα υπολογισμού του φόρου της ... Α.Υ.Ο. Πολ. 1099/94", για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10-2-1998 οικεία έκθεση ελέγχου. Ενας δε από αυτούς αναφέρεται σε καταγγελία της Έ.Κ., που αφορούσε παραβάσεις Κ.Φ.Σ. της ελεγχομένης επιχείρησης, η οποία (καταγγελία) αποτελούσε κατά τον έλεγχο "νέο στοιχείο" (βλ. σελ. 5 επ. της έκθεσης ελέγχου). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων παραβάσεων καταγγέλθηκε ότι, κατά τη χρήση 1990, η εκκαλούσα, ενώ εισέπραξε συνολική αμοιβή 5.000.000 δραχμών από την Τράπεζα Πίστεως για το κλείσιμο 12 δωματίων του ξενοδοχείου της, κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του ίδιου έτους, λόγω επισκευών στο όμορο δυτικό κτίριο της Τράπεζας, εξέδωσε την υπ' αριθ. 6864/31-12-1990 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, στο μεν πρωτότυπο της οποίας έγραψε τα αληθινά στοιχεία της συναλλαγής, στο δε στέλεχός της ανέφερε άλλον πελάτη και αμοιβή 4.000 δραχμών. Η συγκεκριμένη καταγγελία συνοδευόταν με φωτοτυπία του φερομένου ως στελέχους της παραπάνω απόδειξης, όπου αναφέρονται ως πελάτης ο Π. Γ. (κάτοικος Αθηνών, οδός Σ. αριθ. 88), ως δωμάτιο διαμονής το υπ' αριθ. 206, ως ημερομηνία έκδοσης του στοιχείου η 31-12-1990 και ως ποσό 4.000 δρχ.. Κατόπιν τούτου, το ελεγκτικό όργανο ζήτησε και έλαβε από την Τράπεζα Πίστεως το πρωτότυπο της ως άνω απόδειξης, στην οποία αναφέρεται ως πελάτης ή ίδια Τράπεζα, ως αιτία πληρωμής του ποσού των 5.000.000 δρχ. το κλείσιμο 12 δωματίων κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 1990 και ως ημερομηνία έκδοσης η 31-12-1990. Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις του ελέγχου, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Α' Πατρών εξέδωσε την προαναφερόμενη πράξη του, με την οποία καταλόγισε σε βάρος της εκκαλούσας τα ένδικα ποσά.

Προσφυγή της τελευταίας κατά της πιο πάνω πράξης απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την εκκαλουμένη απόφαση. Ήδη με την κρινόμενη έφεση ... η εκκαλούσα υποστηρίζει, όπως και πρωτόδικα, ότι μετά την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α., οικον. ετών 1988-1993, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 και της Α.Υ.Ο. 1049691/3184/009Α/27-4/13-5-94 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση αυτού, επήλθαν όλα τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, χωρίς πλέον να υπάρχει δικαίωμα επανελέγχου από τη φορολογική αρχή, πέραν του ότι το νέο στοιχείο (καταγγελία) που επικαλείται, ήταν γνωστό σ' αυτήν κατά την έκδοση του ειδικού εκκαθαριστικού σημειώματος. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της προσκόμισε πρωτοδίκως και επικαλέσθηκε το με αριθμό πρωτ. 1136201/30-11-94 διαβιβαστικό έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, από το οποίο προκύπτει ότι η εν λόγω καταγγελία περιήλθε στη Δ.Ο.Υ. την 19-1-95 και καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα στα βιβλία της με αριθμό πρωτ. 1756". Το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι "με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 ... θεσπίσθηκε, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις, ειδικός τρόπος περαίωσης εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, που ανάγονται σε παρελθούσες έως και το έτος 1992 χρήσεις, ο τρόπος δε αυτός συνίσταται ειδικότερα στην ανεπιφύλακτη αποδοχή από το φορολογούμενο του περιεχομένου του αποστελλόμενου προς αυτόν Ειδικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος και τη σύνταξη σχετικής πράξεως επ' αυτού υπογραφόμενης και από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.. Από αυτά παρέπεται ότι, μετά τη σύνταξη και υπογραφή της σχετικής πράξεως, δεν είναι πλέον επιτρεπτή η διενέργεια ελέγχου και η, κατόπιν συντάξεως σχετικής εκθέσεως, έκδοση καταλογιστικής πράξεως σε βάρος του φορολογουμένου επιτηδευματία για τις χρήσεις για τις οποίες εχώρησε η κατά τον άνω τρόπο περαίωση, ούτε κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 68 (παρ. 2) του ν. 2238/1994, αφού οι διατάξεις που προαναφέρθηκαν είναι ειδικές και επιφέρουν, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου (αρθρ. 14 παρ. 3 του ν. 2198/1994 και αρθρ. 8 παρ. 6 της 1049691/1994 Υ.Α.), όλα τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, ούτε στην περίπτωση εκδόσεως ή λήψεως εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων, σύμφωνα με το αρθρ. 4 στοιχ. η' της αποφάσεως αυτής, δοθέντος ότι η τελευταία αυτή διάταξη παρακωλύει μεν την υπαγωγή της σχετικής υποθέσεως στη ρύθμιση του άρθρ. 14 του ν. 2198/1994, δεν αποτελεί όμως λόγο ανατροπής της ήδη επιτευχθείσης περαιώσεως και μάλιστα όταν τα φορολογικά αυτά στοιχεία ήσαν γνωστά στη φορολογική αρχή κατά το χρόνο εκδόσεως του Ειδικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος. Αντίθετη εκδοχή, παρεκτός του ότι δεν βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, θα είχε ενδεχομένως ως αποτέλεσμα και τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων των επιτηδευματιών, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, δεδομένου ότι με την 1075488/4985/Α009/Πολ.1194/1-7-1996 ερμηνευτική εγκύκλιο της πιο πάνω υπουργικής απόφασης, παρασχέθηκε η δυνατότητα σ' αυτούς να καταστρέψουν, και χωρίς την έγκριση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., τα φορολογικά τους στοιχεία και λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών των υποθέσεων αυτών και πριν από την πάροδο του νομίμου χρόνου διαφύλαξής τους.". Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και ενόψει αυτών των νομικών σκέψεων το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι "εφ' όσον η εκκαλούσα προέβη σε περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων, οικον. ετών 1988-1993, ύστερα από την ανεπιφύλακτη αποδοχή του περιεχομένου του ειδικού εκκαθαριστικού σημειώματος και των όρων και προϋποθέσεων που ορίζονται από την πιο πάνω υπουργική απόφαση, με τη σύνταξη σχετικής πράξης επί του σημειώματος αυτού και την υπογραφή της από την ίδια και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α' Πατρών, που συνεπάγεται τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, ... μη νόμιμα, στη συνέχεια, η φορολογική αρχή προέβη στην έκδοση του προαναφερόμενου υπ' αριθ. 10/1998 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικον. έτους 1991. Εξάλλου, δεν μπορούσε να εκδοθεί συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, με βάση το ανωτέρω στοιχείο (καταγγελία), που ήταν γνωστό στον έλεγχο κατά την έκδοση του ειδικού εκκαθαριστικού σημειώματος, έστω και αν δεν λήφθηκε υπόψη ή δεν εκτιμήθηκε δεόντως ..., δεδομένου ότι δεν επικαλείται αντικειμενική αδυναμία καθόσον αφορά τη μη αξιολόγησή του. ...". Σε συνέχεια των ανωτέρω, το διοικητικό εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κρίνοντας επί της προσφυγής δέχθηκε αυτήν και ακύρωσε το υπ’ αριθ. 10/1998 φύλλο ελέγχου εισοδήματος οικονομικού έτους 1991 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α' Πατρών.

5. Επειδή, προβάλλεται ότι από τις διατάξεις του ν. 2198/1994 και της Υ.Α. 1049691/3184/0009A/1994 δεν αποκλείεται, σε περίπτωση που μεταγενέστερα διαπιστωθεί η ύπαρξη πλαστών τιμολογίων που προϋπήρχαν της ρυθμίσεως αλλά έγιναν γνωστά κατόπιν αυτής, να ληφθεί υπ’ όψιν η τιθέμενη από το άρθρο 4 περ. η της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως προϋπόθεση για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων, της μη ύπαρξης εκθέσεως ελέγχου ή δελτίου πληροφοριών ή άλλου εγγράφου στοιχείου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή άλλης αρχής από τα οποία να προκύπτει (και όχι να πιθανολογείται ή να καταγγέλλεται χωρίς σχετικό έλεγχο) η έκδοση ή λήψη πλαστών ως προς την ποσότητα ή την αξία ή τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικών στοιχείων διακίνησης ή αξίας. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο αμφισβητείται κατ’ ουσίαν η περαίωση καθ’ εαυτή της υποθέσεως φορολογίας εισοδήματος της αναιρεσίβλητης για το ένδικο οικονομικό έτος, προβάλλεται αβασίμως, διότι η διάταξη του άρθρου 4 περ. η της Υ.Α. 1049691/3184/0009A/1994 δεν δύναται να τύχει, εν προκειμένω, εφαρμογής ως αφορώσα στο (προγενέστερο) στάδιο της κρίσεως της φορολογικής αρχής για την υπαγωγή ή μη φορολογικών υποθέσεων στην προαναφερθείσα ειδική διαδικασία της περαιώσεως, η ένδικη δε υπόθεση είχε ήδη υπαχθεί σ’ αυτήν από τη φορολογική αρχή. Εξάλλου, ναι μεν η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περί παρανόμου εκδόσεως του φύλλου ελέγχου ως εκ της περαιώσεως των ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων, οικονομικών ετών 1988-1993, με σχετική πράξη υπογραφείσα από την αναιρεσίβλητη και τον αναιρεσείοντα προϊστάμενο, κατά τις διατάξεις του ν. 2198/1994 και της Υ.Α. 1049691/3184/0009A/1994, με αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, είναι μη νόμιμη, κατά τα εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη, πλην όμως το διοικητικό εφετείο έκρινε, με επάλληλη αιτιολογία, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η φορολογική αρχή δεν μπορούσε να εκδώσει συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου με βάση στοιχείο καταγγελίας, που ήταν γνωστό στον έλεγχο κατά την έκδοση του ειδικού εκκαθαριστικού σημειώματος, έστω και αν δεν ελήφθη υπ' όψιν ή δεν εκτιμήθηκε δεόντως. Προβάλλεται επίσης ότι κρίσιμος ως προς τη γνώση ή μη, εκ μέρους του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, των συμπληρωματικών στοιχείων, χρόνος πρέπει να θεωρηθεί αυτός της αποστολής προς το ΚΕ.Π.Υ.Ο. του κατ' άρθρο 8 της Υ.Α. ειδικού σημειώματος για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος και του Φ.Π.Α., οπότε και καταγράφεται το σύνολο των σχετικών δεδομένων, επί τη βάσει του οποίου εκδίδεται το ειδικό εκκαθαριστικό σημείωμα, δηλαδή εν προκειμένω η 14-12-1994, που προηγήθηκε της περιελεύσεως στη Δ.Ο.Υ. Α' Πατρών, υπ' αριθ. πρωτ. 1756/19-1-1995, του διαβιβαστικού εγγράφου της Δ/νσης Επιθεώρησης και Ελέγχων με τη συνημμένη σ' αυτό καταγγελία, για το λόγο ότι η πραγματοποιηθείσα στη συνέχεια με βάση το ειδικό εκκαθαριστικό σημείωμα περαίωση δεν ήταν παρά μία τυπική διαδικασία που διενεργήθηκε υπό την πίεση χιλιάδων σημειωμάτων εντός τακτής προθεσμίας με υποβολή εκ μέρους του φορολογουμένου σχετικής δηλώσεως αποδοχής, παραλαβή της από το Τμήμα Φορολογίας Εισοδήματος και άμεση έκδοση τριπλοτύπου καταβολής της πρώτης δόσης.

Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως του ότι συνδέεται με πραγματικό που δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν επικαλείται δε ο αναιρεσείων ότι είχε προβάλει σχετικούς ισχυρισμούς ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, είναι, πάντως, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι κρίσιμος είναι ο χρόνος υπογραφής της οικείας πράξεως επί του ειδικού εκκαθαριστικού σημειώματος από το φορολογούμενο και τον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. κατ’ αρθρ. 14 παρ. 1 ν. 2198/1994 και 8 παρ. 3 και 6 της Υ.Α. 1049691/3184/0009Α/1994. Αβασίμως περαιτέρω προβάλλεται ότι ως συμπληρωματικά στοιχεία δεν νοούνται μόνον όσα περιήλθαν στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά την έκδοση του αρχικού φύλλου ελέγχου αλλά και εκείνα που προϋπήρχαν, περιήλθαν ωστόσο όχι σε τεκμαιρόμενη αλλά σε πραγματική γνώση του μετά την περαίωση της υποθέσεως, συναφώς δε ότι η καταγγελία δεν συνιστούσε έκθεση ελέγχου ή δελτίο πληροφοριών αρμόδιας υπηρεσίας με διαπιστωθείσες κατόπιν ελέγχου παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας αλλ’ απλή πληροφορία που έπρεπε πρώτα να ελεγχθεί με τη διαδικασία του φορολογικού ελέγχου, με αποτέλεσμα να υφίσταται αντικειμενική αδυναμία αξιολογήσεώς της κατά το χρόνο περαιώσεως της υποθέσεως. Και τούτο διότι αποκλείεται η έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου με βάση στοιχεία, τα οποία ήταν στη διάθεση του αρμόδιου Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ήδη κατά την έκδοση του αρχικού φύλλου, έστω και αν αυτά δεν είχαν ληφθεί υπ’ όψιν κατά την έκδοση του φύλλου εκείνου (ΣΕ 2473/1996, 2703/1997 κ.α.), ως τέτοιο δε στοιχείο νοείται η περιελθούσα στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. προ της οριστικοποιήσεως της φορολογικής εγγραφής, σύμφωνα με την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία, καταγγελία και χωρίς να έχει προηγουμένως υποβληθεί σε έλεγχο προς διαπίστωση της ακριβείας του περιεχομένου της. Υπό την αντίθετη εκδοχή, δια της διενέργειας επανελέγχου των αυτών στοιχείων, τα οποία ήταν στη διάθεση του αρμόδιου Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ήδη κατά την έκδοση του αρχικού φύλλου, θα καθίστατο ανά πάσα στιγμή ευχερής η έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, πράγμα όμως που αντίκειται στον ίδιο το σκοπό της ρυθμίσεως, δηλαδή την «περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων» με συνοπτικό τρόπο. Αν η φορολογική αρχή είχε αμφιβολίες για την ακρίβεια της καταγγελίας για την οποία πρόκειται, όφειλε να μην υπαγάγει τις σχετικές υποθέσεις στην επίδικη ρύθμιση πριν προβεί σε σχετικό έλεγχο.

6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2006

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2007.

Ο Πρόεδρος του Β' Τμήματος Η Γραμματέας του Β' Τμήματος

Φ. Στεργιόπουλος Μ. Μπερδεμπέ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!