ΔΕΣΥΠ-ΤΜ. Β’ ΕΜΠ 102893 ΕΞ 2025 Διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ
Αριθμ. ΔΕΣΥΠ-ΤΜ. Β’ ΕΜΠ 102893 ΕΞ 2025
ΦΕΚ B' 6256/21.11.2025
Μεθοδολογία και διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
Α. Τις διατάξεις:
1. Της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών» (Α’ 66),
2. του άρθρου 28 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών, Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26),
3. της υπό στοιχεία Δ.Π.Ε. 1016047 ΕΞ/26-01-2012 κοινής απόφασης των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών «Οργάνωση της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών» (Β’ 659),
4. της υπό στοιχεία Δ6 1044950 ΕΞ 2012/15-03-2012 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός του χρόνου έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών» (Β’ 811),
5. της περ. 1 της υποπαρ. Β1 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107), σε συνδυασμό με την υπό στοιχεία Δ6Α 1113773 ΕΞ 2013/15.07.2013 (Β’ 1748) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, περί μεταφοράς της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), και την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4389/2016 (Α' 94),
6. της υπό στοιχεία Δ6Α 1113773 ΕΞ 2013/15-07-2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Μεταφορά αρμοδιοτήτων, προσωπικού και διαθέσιμων πόρων της αυτοτελούς Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων» (Β’ 1748) και ειδικότερα της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 1, σε συνδυασμό με την περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 (Α’ 66),
7. της περ. α’ της υποπαρ. 2 της παρ. Ε’ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α’ 85), με τις οποίες η αυτοτελής Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Γ.Γ.Δ.Ε. μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων και υπήχθη απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής,
8. του κεφαλαίου Α’ του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α’ 94) και ειδικότερα του άρθρου 7, του άρθρου 14, του άρθρου 37 και του άρθρου 41,
9. της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1125859 ΕΞ 2020/ 23-10-2020 απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)» (Β’ 4738) και ειδικότερα του άρθρου 11 αυτής,
10. της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1090045 ΕΞ 2023/ 12.07.2023 απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας και Καθηκόντων Προσωπικού της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων (Δ.ΕΣ.ΥΠ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), καθώς και κάθε άλλου αναγκαίου θέματος» (Β' 4584),
11. της υπ’ αρ. 1/20.01.2016 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» (Υ.Ο.Δ.Δ. 18), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, την υπ’ αρ. 39/3/30-112017 απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της ΑΑΔΕ «Ανανέωση θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» (Υ.Ο.Δ.Δ. 689), την υπό στοιχεία 5294 ΕΞ 2020/ 17-01-2020 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).» (Υ.Ο.Δ.Δ. 27), καθώς και την υπό στοιχεία 7608 ΕΞ 2025/17-01-2025 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)» (Υ.Ο.Δ.Δ. 11) και
12. του ν. 5104/2024 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (A’ 58).
Β. Την ανάγκη ενίσχυσης της διαφάνειας, της διασφάλισης της ακεραιότητας, την πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς ή άλλων παραβατικών συμπεριφορών των υπαλλήλων της της ΑΑΔΕ.
Γ. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
Δ. Το γεγονός ότι με τις διατάξεις της παρούσας τροποποιείται η διοικητική διαδικασία με επίσημο τίτλο «Καθορισμός της διαδικασίας ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε.» και Μοναδικό Αριθμό Καταχώρισης στο ΕΜΔΔ - ΜΙΤΟΣ «719774»,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
Καθορίζουμε το περιεχόμενο, τη μεθοδολογία και τη διαδικασία διενέργειας ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και των μελών της οικογένειάς τους, όπως αυτός προβλέπεται στην υποπερ. α της περ. ΙΙ της υποπαρ. Α της παρ. 4 του άρθρου 11 της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α1125859 ΕΞ 2020/23-10-2020 (Β'4738) απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., προκειμένου να διακριβωθεί ότι η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από τα εμφανή και νόμιμα εισοδήματά τους.
Άρθρο 2
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΛΕΓΧΟΥ
Αντικείμενο του ελέγχου είναι η διακρίβωση ότι η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων της ελεγχόμενης περιόδου δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις πραγματικές δαπάνες διαβίωσης.
Η διαδικασία ελέγχου είναι εμπιστευτική και τα στοιχεία του ελέγχου δεν δημοσιοποιούνται. Οι Οικονομικοί Επιθεωρητές υποχρεούνται να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, καθώς και να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά την αποχώρησή τους από την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 3
ΕΚΤΑΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ
1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε. διενεργείται για τη χρονική περίοδο που είχαν την υπαλληλική ιδιότητα κατά το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα και με αφετηρία την 31/12 του προ της ελεγχόμενης περιόδου έτους. Το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα καθορίζεται κατά την έκδοση της σχετικής εντολής.
Νέα εντολή ελέγχου περιουσιακής κατάστασης για το ίδιο χρονικό διάστημα (που έχει αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου στο παρελθόν) σε βάρος του ίδιου υπόχρεου εκδίδεται μόνο:
α) Αν προκύψουν νέα αποδεικτικά στοιχεία, με βάση τα οποία προκύπτει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου διαφοροποιούνται αυτών που είχαν ληφθεί υπόψη από τον αρχικό έλεγχο, και η απόκτηση αυτών δεν δικαιολογείται,
β) σε περιπτώσεις δωροδοκίας/δωροληψίας,
γ) μετά από αυτόφωρη σύλληψη
δ) μετά από τεκμηριωμένες καταγγελίες κατά υπαλλήλων με τις οποίες αποδεικνύονται ύποπτες χρηματικές συναλλαγές,
ε) μετά από πληροφορίες από τράπεζες για υπαλλήλους με τις οποίες αποδεικνύονται ύποπτες χρηματικές συναλλαγές,
στ) για υποθέσεις που διαπιστώνεται ότι υπήρχε σύμπραξη του υπαλλήλου της ελεγκτικής αρχής και του ελεγχόμενου φορολογούμενου για περιορισμό της φορολογικής οφειλής του φορολογούμενου.
2. Εφόσον έχει διενεργηθεί έλεγχος περιουσιακής κατάστασης για τον υπόχρεο από την Δ.ΕΣ.ΥΠ. ή άλλη αρμόδια Υπηρεσία ή Αρχή, τότε ο έλεγχος διενεργείται μόνο για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη και αξιοποιώντας την οικονομική-περιουσιακή καθαρή θέση ή το ιστορικό του ελεγχόμενου, όπως τούτα καθορίστηκαν από τον προηγούμενο έλεγχο.
3. Ειδικά για τους συνταξιούχους υπαλλήλους της Α.Α.Δ.Ε., ο έλεγχος διενεργείται για χρονική περίοδο μέχρι τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. Ιδίως, εκδίδεται εντολή διενέργειας ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων αυτών, για περιπτώσεις, που αφορούν καταγγελίες βάσει των οποίων έχει ασκηθεί πειθαρχική ή ποινική δίωξη ή έχουν συνταχθεί πορισματικές εκθέσεις ελέγχου από Αρχές, Φορείς και Υπηρεσίες του Δημοσίου, από τις οποίες προκύπτει ή στοιχειοθετείται η απόκτηση συγκεκριμένου παράνομου περιουσιακού στοιχείου, που ο συνταξιούχος υπάλληλος της Α.Α.Δ.Ε., απέκτησε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας και προέρχεται από τη διάπραξη αθέμιτων, εις βάρος και επί ζημία του Δημοσίου, ενεργειών.
Άρθρο 4
ΕΠΙΛΟΓΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Οι έλεγχοι διενεργούνται στοχευμένα, δειγματοληπτικά ή κατόπιν εμπεριστατωμένης αναφοράς. Στην περίπτωση δειγματοληπτικών ελέγχων, η επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο γίνεται βάσει κριτηρίων ανάλυσης κινδύνων, που καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή Α.Α.Δ.Ε.. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται το δείγμα, που θα επιλεγεί προς έλεγχο και το πρόγραμμα ελέγχων.
Στις περιπτώσεις αναφοράς ή καταγγελίας, η επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο γίνεται κατόπιν διερεύνησης, επεξεργασίας, αξιολόγησης των στοιχείων και δεδομένων που περιέρχονται στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Α.Α.Δ.Ε., συντασσόμενης σχετικής έκθεσης αξιολόγησης από το αρμόδιο τμήμα προς τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων.
Άρθρο 5
ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ
Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε. ανατίθεται σε Οικονομικούς Επιθεωρητές της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Α.Α.Δ.Ε., κατόπιν έκδοσης εντολής του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου.
Η εισήγηση για την έκδοση εντολών ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε. γίνεται αποκλειστικά από το Αυτοτελές Τμήμα Β’ Ελέγχου Περιουσιακής Κατάστασης της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Α.Α.Δ.Ε.
Ως έναρξη του ελέγχου περιουσιακής κατάστασης θεωρείται η κοινοποίηση στον ελεγχόμενο υπάλληλο της εντολής ελέγχου.
Άρθρο 6
ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
1. Με βάση την τεχνική ελέγχου της μεταβολής-προσαύξησης της περιουσιακής θέσης της ελεγχόμενης περιόδου των ελεγχόμενων υπαλλήλων, συγκεντρώνονται και αξιοποιούνται αφενός το σύνολο των πάσης φύσεως εσόδων του ελεγχόμενου από κάθε πηγή που η Διοίκηση διαθέτει ή αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιο του ελέγχου και συγκρίνονται με πραγματοποιηθείσες πάσης φύσεως δαπάνες ή αγορές περιουσιακών στοιχείων, βάσει στοιχείων που η Διοίκηση διαθέτει ή προκύπτουν από τον έλεγχο, λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη και αξιοποιώντας το οικονομικό-εισοδηματικό ιστορικό του υπόχρεου, συζύγου ή μέρος συμφώνου συμβίωσης και των ανήλικων τέκνων.
2. Για την εφαρμογή της μεθοδολογίας ελέγχου προσδιορισμού της μεταβολής-προσαύξησης της περιουσιακής θέσης των ελεγχόμενων ορίζονται οι παρακάτω έννοιες και τα στοιχεία που λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη κατά τον έλεγχο:
- Έσοδα. Ο προσδιορισμός των εσόδων διενεργείται με την καταγραφή του συνόλου των πάσης φύσεως νομίμων εισπραχθέντων χρηματικών ποσών, (μισθοί, αφορολόγητα και φορολογηθέντα εισοδήματα, αποζημιώσεις, πωλήσεις μετοχών, πωλήσεις κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, κέρδη τυχερών παιχνιδιών, δωρεές χρηματικών ποσών, δηλώσεις φόρου δωρεάς - κληρονομιάς χρημάτων, λήψη δανείων κ.λπ.), βάσει δεδομένων των υποβληθεισών φορολογικών δηλώσεων, των στοιχείων που έχει στη διάθεση της η Φορολογική Διοίκηση και όσων στοιχείων προσκομίζονται από τον υπόχρεο και αποδεικνύεται η ακρίβεια, η ορθότητα και η νομιμότητα κτήσης τους. Νόμιμες καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς και λοιπά μη φορολογητέα έσοδα παρελθόντων ετών, μη συμπεριληφθέντα στις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος αναγνωρίζονται στο σκέλος των εσόδων.
- Δαπάνες. Δαπάνες πάσης φύσεως που πραγματοποιούνται από τα υπόχρεα πρόσωπα ή προσδιορίζονται με βάσει τα στοιχεία που έχει στην διάθεση της η Διοίκηση. Όπου αναφέρονται δαπάνες διαβίωσης (προσωπικές/ οικογενειακές) αφορούν πραγματικές δαπάνες και όχι τεκμαρτές.
Ως προς τις δαπάνες που αφορούν δίκτυα κοινής ωφέλειας, σταθερή/κινητή τηλεφωνία, δίδακτρα ιδιωτικών σχολειών - κολλεγίων, ασφάλιστρα ΕΙΧ αυτοκίνητων, δικύκλων, ασφαλιστικά προγράμματα ζωής, υγείας, συνταξιοδότησης, ασφάλιστρα ακίνητων, κινητών περιουσιακών στοιχείων, πιστωτικών καρτών, απόσβεση δανείων κ.λπ. ο έλεγχος δύναται να επαληθεύσει τα στοιχεία ή να ζητά αυτά από τους αρμόδιους φορείς σε όποιες περιπτώσεις κρίνει ότι είναι απαραίτητο.
Στην περίπτωση που ο σύζυγος διατηρεί επιχείρηση που εμφανίζει συνεχείς ζημίες, αν και δεν αποτελεί μειωτικό στοιχείο εσόδων, ο Οικονομικός Επιθεωρητής οφείλει να ελέγξει την «δικαιολόγηση της ζημίας» και συνεπώς υποχρεωτικά ελέγχεται τυχόν χρηματοδότηση της ζημίας μέσω κινήσεων των υφιστάμενων χρηματικών διαθέσιμων, ώστε να εντοπίσει με βέβαια αποδεικτικά μέσα εάν αυτή πράγματι χρηματοδοτήθηκε (διακίνηση ποσών προς προμηθευτές, αποπληρωμή ληφθέντος δανείου προς εξυπηρέτηση της ζημίας κ.λπ.).
- Περιουσιακά στοιχεία αφορούν την κινητή και ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής του φορολογουμένου, του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων αυτών στην Ελλάδα ή και στο Εξωτερικό.
- Υπόχρεα πρόσωπα (προς έλεγχο περιουσιακής κατάστασης). ο/η υπάλληλος, ο/η σύζυγος, ο/η εν διαστάσει σύζυγος, τα πρόσωπα με τα οποία οι υπόχρεοι έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης του άρθρου 1 του ν. 4356/2015 (Α’ 181) και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η σχέση αυτή, καθώς και τα ανήλικα τέκνα τους.
3. Η πραγματική προσαύξηση της περιουσίας μπορεί να αναφέρεται σε κινητή ή ακίνητη περιουσία, οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, τραπεζικές καταθέσεις και πάσης φύσεως χρεόγραφα, (μετοχές, τοκομερίδια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.), η οποία πρέπει να προσδιορίζεται και να δικαιολογείται από εμφανή και νόμιμα εισοδήματα του ελεγχόμενου. Η μεταβολή στην σύνθεση των περιουσιακών στοιχείων δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή τους. Επίσης, σε όσες περιπτώσεις επικαλείται ο υπόχρεος ότι η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, δανειοδότηση, γονική παροχή, κληρονομιά κ.λπ., τούτο θα πρέπει να προκύπτει από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία όπως δηλώσεις τελών χαρτοσήμου, φόρου γονικής παροχής, δωρεάς κληρονομιάς κ.λπ. και αντίστοιχες κινήσεις κεφαλαίων κατά περίπτωση. Στις περιπτώσεις αυτές εξετάζεται η οικονομική δυνατότητα του γονέα ή του δωρητή ή του δανειστή για την χορήγηση της γονικής παροχής ιδίως χρηματικών ποσών, της δωρεάς ή του δανείου.
Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς και οι μεταφορές μεγάλων χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών ή επενδυτικών προϊόντων εξετάζονται και επαληθεύεται ότι προέρχονται από μεταβολή της σύνθεσης των χρηματικών διαθεσίμων ή επενδυτικών προϊόντων.
Η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών γίνεται κατ’ αρχήν αποδεκτή, καθώς δεν προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την κίνηση χρηματικών κεφαλαίων. Μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον ελεγχόμενο, από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή τα ποσά χρησιμοποιήθηκαν για άλλες δαπάνες, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Περιπτώσεις κοινών λογαριασμών θεωρούνται ότι ανήκουν στον πραγματικό δικαιούχο, ο οποίος καθορίζεται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις και τη φύση των συναλλαγών. Εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό, τα ποσά κατανέμονται κατά ίσα μέρη σε όλους τους συνδικαιούχους (ποσό διά αριθμό συνδικαιούχων).
- Αγορά ακινήτων. Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται το ποσό της συνολικής επιβάρυνσης, όπως προκύπτει από τα οικεία πωλητήρια συμβόλαια, εκτός εάν από τον έλεγχο προκύπτει μεγαλύτερο ποσό, οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτό.
Στην περίπτωση ανέγερσης ακινήτου, ως ετήσια δαπάνη του υπόχρεου λογίζονται τα χρηματικά ποσά που πραγματικά κατεβλήθησαν για την ανέγερση οικοδομής, εκτός εάν από τον έλεγχο προκύπτει αποδεδειγμένα μεγαλύτερο ποσό, οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτό (π.χ. έκδοση άδειας οικοδομής, προσκόμιση φορολογικών στοιχείων για αγορά κάθε είδους υλικών, λήψη υπηρεσιών, καταστάσεις αμοιβών προσωπικού - ασφαλιστικές εισφορές).
- Σε περίπτωση μίσθωσης θυρίδας σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ζητείται η συναίνεση του υπόχρεου για το άνοιγμα και καταγραφή του περιεχομένου της θυρίδας. Σε περίπτωση μη συναίνεσης του υπόχρεου, αποστέλλεται σχετικό αίτημα στον αρμόδιο Εισαγγελέα, με το οποίο ζητείται η χορήγηση άδειας, προκειμένου το αρμόδιο όργανο/Υπηρεσία να προβεί στο άνοιγμα και την καταγραφή του περιεχομένου της θυρίδας.
Άρθρο 7
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
1. Παροχή στοιχείων από τον ελεγχόμενο.
Στον ελεγχόμενο κοινοποιείται εντολή ελέγχου, με συνημμένα έντυπα προς συμπλήρωση, στα οποία αναγράφονται τα προσωπικά, υπηρεσιακά, οικογενειακά και περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και τα στοιχεία των λοιπών υπόχρεων μελών της οικογένείας του, τα οποία επέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης ως προς την ακρίβεια και πληρότητα των αναγραφομένων, σε αυτά.
2. Οι Οικονομικοί Επιθεωρητές θα προβαίνουν σε αναζήτηση, επεξεργασία και έλεγχο:
α) Των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών (καταθετικών, προθεσμιακών, χρεωστικώνπιστωτικών καρτών, δανειακών κ.α) μέσω του Συστήματος Μητρώου Τραπεζικών Λογαριασμών (ΣΜΤΛ),
β) των χρηματιστηριακών στοιχείων σχετικά με Διενεργηθείσες αγορές - πωλήσεις επενδυτικών προϊόντων, πολύτιμων μετάλλων ή λοιπών αξιών
γ) των κινήσεων-στοιχείων από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, καθώς και της Τράπεζας της Ελλάδος
δ) των στοιχείων και πληροφοριών που προέρχονται από Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών με αλλοδαπές δικαιοδοσίες βάσει Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας,
ε) των στοιχείων από τα μέλη της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, σχετικά με την κίνηση κάθε είδους ασφαλιστικών προϊόντων των ελεγχόμενων προσώπων, τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και την εταιρεία «PQH ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ» και
στ) των πληροφοριών και στοιχείων που βρίσκονται στη φορολογική Διοίκηση, καθώς και άλλης διαθέσιμης πηγής.
Εξαιρούνται τυχόν αποδεδειγμένες επαγγελματικές κινήσεις επαγγελματικών λογαριασμών του ετέρου συζύγου.
Ελέγχεται η τήρηση λογαριασμών με μεγάλη διακίνηση ποσών σε κάθε είδους και ονομασίας ψηφιακά πορτοφόλια και αναζητείται η προέλευση-νομιμότητα των εν λόγω ποσών. Επίσης, κατά τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών ελέγχεται κάθε ανώνυμη έκτακτη τραπεζική κατάθεση (πιστωτική κίνηση) προδήλως αναντίστοιχα με την περιουσιακή κατάσταση του ελεγχόμενου. Όταν από στοιχεία που έχουν περιέλθει στον έλεγχο, προκύπτουν μεταφορές χρηματικών ποσών στο εξωτερικό (εμβάσματα) ή καταθέσεις εξωτερικού πρέπει να παρέχονται στοιχεία από τον υπόχρεο στον έλεγχο που να αιτιολογούν επαρκώς την προέλευση των χρηματικών ποσών.
Χρηματικά ποσά που ανευρίσκονται κατόπιν αυτόφωρης σύλληψης, καταλογίζονται.
Ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη, ή μη διαρκή, ή μη σταθερή πηγή, ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς. Κάθε κτήση περιουσιακού στοιχείου που συνεπάγεται, έστω και στιγμιαία, αύξηση της περιουσίας του ελεγχόμενου, θα πρέπει να δικαιολογείται η νόμιμη προέλευσή της, άλλως θεωρείται καταλογιστέο περιουσιακό όφελος.
Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, ο Οικ. Επιθεωρητής καλεί εγγράφως τον ελεγχόμενο (υπόχρεα πρόσωπα) να παρέχει στοιχεία για την πηγή των πιστώσεων που εμφανίζονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς αιτιολογία, ή να δικαιολογεί την πηγή προέλευσης των χρημάτων εμβασμάτων προς το εσωτερικό ή εξωτερικό.
3. Ο Οικονομικός Επιθεωρητής πριν την κοινοποίηση του σχετικού σημειώματος διαπιστώσεων, δύναται κατόπιν έγγραφου αιτήματος (πρόσκλησης), να ζητά πληροφορίες, στοιχεία, διευκρινίσεις ή οποιοδήποτε συναφές έγγραφο, από τον υπόχρεο. Ο υπόχρεος ελεγχόμενος μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση του σχετικού αιτήματος, υποχρεούται να παράσχει τα ανωτέρω. Επίσης, ο υπόχρεος καλείται να παράσχει στοιχεία σε σχέση με εγγραφές κινήσεων, απαιτήσεων/ εισπράξεων, υποχρεώσεων/καταβολών, πωλήσεων, αγορών, δαπανών κ.λπ. για κονδύλια που επηρεάζουν σημαντικά την περιουσιακή του κατάσταση της ελεγχόμενης περιόδου, τα οποία ελέγχονται και επαληθεύονται.
4. Εάν από τα αποτελέσματα του ελέγχου, προκύψει ότι ο υπάλληλος και λοιποί υπόχρεοι απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία (μεταβολή της περιουσίας) που δικαιολογούνται από εμφανή - νόμιμα εισοδήματα και πόρους τους, ο Οικονομικός Επιθεωρητής συντάσσει την Πορισματική Έκθεση ελέγχου, στην οποία περιέχονται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματά του.
Εάν από τα αποτελέσματα του ελέγχου προκύψουν στοιχεία, ότι η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου δεν δικαιολογείται από εμφανή - νόμιμα εισοδήματα και πόρους, ο Οικονομικός Επιθεωρητής κοινοποιεί στον/στην υπόχρεο Σημείωμα Διαπιστώσεων στο οποίο αναφέρει τα γεγονότα, τα στοιχεία και τις διατάξεις, τις οποίες έλαβε υπόψη του ο έλεγχος.
Ο υπόχρεος - ελεγχόμενος με αίτησή του λαμβάνει αντίγραφα των εγγράφων, στα οποία βασίζεται το σημείωμα διαπιστώσεων. Ο υπόχρεος-ελεγχόμενος διατυπώνει εγγράφως τις απόψεις του, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κοινοποίηση του σημειώματος διαπιστώσεων.
Εντός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής των απόψεων του ελεγχόμενου ή την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας ο Οικονομικός Επιθεωρητής συντάσσει την Πορισματική Έκθεση, στην οποία περιέχονται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του, με βάση το σημείωμα διαπιστώσεων και τις απόψεις του ελεγχόμενου. Η Πορισματική Έκθεση δεν μπορεί να περιλαμβάνει ποσό παράνομου περιουσιακού οφέλους καταλογιστέου, υψηλότερο αυτού που προσδιορίζεται με το σημείωμα διαπιστώσεων.
Στην Πορισματική έκθεση ελέγχου περιλαμβάνεται ειδικό κεφάλαιο με τις διαπιστωθείσες διαφορές προσαύξησης περιουσίας αναλυτικά, στο οποίο παρέχεται σαφής, ειδική και επαρκής αιτιολογία για τη νομική και πραγματική βάση που τις θεμελιώνουν.
Άρθρο 8
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
1. Ο Οικονομικός Επιθεωρητής συντάσσει πίνακα περιουσιακής κατάστασης του/της υπόχρεου, στον οποίο καταγράφει τα παρακάτω:
α. Τα πάσης φύσεως έσοδα από κάθε πηγή βάσει δεδομένων των υποβληθεισών φορολογικών δηλώσεων Εισοδήματος ή τα οποία αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιο του ελέγχου ή των στοιχείων που έχει στη διάθεση της η Φορολογική Διοίκηση και όσων στοιχείων προσκομίζονται από τον υπόχρεο και αποδεικνύεται η ακρίβεια, και η νομιμότητα κτήσης τους, καθώς και πάσης φύσεως λοιπά νομίμως εισπραχθέντα χρηματικά ποσά.
β. Τα πάσης φύσεως έξοδα, όπως ενδεικτικά αγορές ακινήτων, επενδυτικών προϊόντων ή πραγματοποιηθείσες λοιπές δαπάνες του έτους, που επιβάρυναν τον υπάλληλο και τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, όπως αυτές προκύπτουν από τη φορολογική δήλωση, από στοιχεία που διαθέτει η Διοίκηση ή δηλούμενες δαπάνες από τον υπόχρεο, εφόσον είναι μεγαλύτερες από τις προηγούμενες.
γ. Διαθέσιμο υπόλοιπο.
Για τον προσδιορισμό του ετήσιου διαθεσίμου υπολοίπου του υπαλλήλου, αθροίζονται, αφενός τα έσοδα από κάθε πηγή, όπως αυτά προκύπτουν από τον έλεγχο, και αφετέρου οι αγορές - δαπάνες που προσδιορίστηκαν από αυτόν, συγκρινόμενα τα δύο μεγέθη μεταξύ τους για κάθε έτος. Η διαφορά τους ορίζεται ως διαθέσιμο υπόλοιπο έτους, μεταφερόμενη στο επόμενο ελεγχόμενο έτος. Το σχηματισθέν ετήσιο διαθέσιμο υπόλοιπο, πλέον του μεταφερθέντος από προηγούμενο έτος διαθεσίμου υπολοίπου, αποτελεί το σωρευμένο διαθέσιμο υπόλοιπο του ελεγχόμενου έτους,
δ. Ως μεταβολή τραπεζικού υπολοίπου ορίζεται ή διαφορά του τραπεζικού υπολοίπου του ελεγχόμενου έτους μείον το τραπεζικό υπόλοιπο του προηγούμενου έτους, η οποία δύναται να είναι θετική ή αρνητική.
2. Ως διαθέσιμο κεφάλαιο έναρξης λαμβάνεται το τραπεζικό υπόλοιπο της 31/12 του προηγούμενου έτους, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το πραγματικό διαθέσιμο υπόλοιπο προηγουμένων ετών, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση τα δεδομένα των υποβληθεισών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος.
Αν συντρέχει περίπτωση, όπως ενδεικτικά δικαιολόγηση αγορών - δαπανών ελεγχόμενης περιόδου ή τραπεζικά υπόλοιπα, ο έλεγχος θα ανατρέχει και θα λαμβάνει υπόψη ως διαθέσιμο κεφάλαιο έναρξης το πραγματικό διαθέσιμο κεφάλαιο προηγουμένων ετών, όπως αυτό προσδιορίζεται με τις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, μετά την αφαίρεση του τραπεζικού υπόλοιπου του προηγούμενου έτους της ελεγχόμενης περιόδου. Για τον προσδιορισμό του πραγματικού διαθεσίμου κεφαλαίου των προηγουμένων ετών πριν το πρώτο ελεγχόμενο έτος (των υπόχρεων) από τα πραγματικά εισοδήματα (που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από τον φόρο), όπως αυτά αναγράφονται στις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος αφαιρούνται τα πραγματικά αναλωθέντα ποσά για αγορές και λοιπές δαπάνες (όχι τεκμαρτές), όπως αυτές προκύπτουν από τις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος ή από στοιχεία που έχει στην διάθεση της η ελεγκτική υπηρεσία. Τυχόν προηγούμενο διαθέσιμο κεφάλαιο που προκύπτει από έκθεση ελέγχου/έρευνας, περιουσιακής κατάστασης προηγούμενου ελέγχου λαμβάνεται υπόψη.
Δεν αναζητούνται τα δικαιολογητικά για τα ποσά που είναι αναγεγραμμένα στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος παρελθόντων ετών και τα οποία χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του πραγματικού διαθεσίμου κεφαλαίου προηγουμένων ετών.
Έσοδα αποκτηθέντα και μη συμπεριληφθέντα στις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος παρελθόντων ετών των υπόχρεων, π.χ έσοδα από τόκους, από πωλητήρια συμβόλαια, δηλώσεις φόρου δωρεάςκληρονομιάς χρημάτων, κέρδη από τυχερά παίγνια γενικά, συμβάσεις δανείων και κάθε σχετικό έγγραφο θα λαμβάνονται υπ’ όψιν εφόσον στοιχειοθετούνται από παραστατικά (έγγραφα έγχαρτα ή ηλεκτρονικά) τα οποία φέρουν βεβαία ημερομηνία και στοιχεία νομιμότητας.
Αποτέλεσμα του ελέγχου αποτελεί ή ετήσια σύγκριση, αρχομένη από το πρώτο έτος, του σωρευμένου διαθέσιμου υπόλοιπου (περιλαμβάνει το διαθέσιμο κεφάλαιο έναρξης) με την ετήσια μεταβολή (θετική η αρνητική) των τραπεζικών υπολοίπων από την οποία προσδιορίζεται και καταγράφεται η προκύπτουσα μεταφερόμενη θετική διαφορά (αποταμιευτική ικανότητα).
Αρνητική διαφορά δύναται να προκύψει αν η μεταβολή του τραπεζικού υπολοίπου σε κάποιο έτος δεν καλύπτεται από το σωρευμένο διαθέσιμο υπόλοιπο (αρνητική αποταμιευτική ικανότητα).
Η μη δικαιολογημένη προκύπτουσα αρνητική διαφορά κάποιου ελεγχόμενου έτους, σύμφωνα με τα ανωτέρω, θεωρείται καταλογιστέα ως παράνομο περιουσιακό όφελος, μη μεταφερόμενη.
Για κάθε ελεγχόμενη περίοδο, το σύνολο των εσόδων και εξόδων, καθώς και η συνολική μεταβολή του τραπεζικού υπολοίπου, λαμβάνονται υπόψη και επαληθεύονται.
Οποιαδήποτε κατάθεση χρηματικού ποσού σε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα, η οποία συνεπάγεται, τη δεδομένη χρονική στιγμή της διενέργειας της, αύξηση των καταθέσεων του ελεγχόμενου και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα προερχόμενα από εμφανείς και νόμιμες πηγές, έσοδα του ελεγχόμενου, θεωρείται καταλογιστέο περιουσιακό όφελος ανεξάρτητα από το εάν το εν λόγω ποσό εξακολουθεί να υφίσταται ως πραγματικό αποταμιευτικό υπόλοιπο στο τέλος του ελεγχόμενου έτους ή έχει γίνει ανάληψη και τυχόν ανάλωσή του για οιονδήποτε σκοπό.
3. Αν προκύψει αρνητική διαφορά σε κάποιο ελεγχόμενο έτος μέχρι του ποσοστού πέντε τοις εκατό (5%), των συνολικών εσόδων του ιδίου έτους, η βάσει της ανωτέρω μεθοδολογίας, εμφανιζόμενη περιουσιακή κατάσταση κρίνεται δικαιολογημένη και δεν απαιτείται ειδική τεκμηρίωση από τον έλεγχο.
Άρθρο 9
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
Μετά το πέρας του ελέγχου, ο αρμόδιος Οικονομικός Επιθεωρητής συντάσσει Πoρισματική Έκθεση, στην οποία περιέχονται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του με την σχετική τεκμηρίωση. Εάν από τα αποτελέσματα του ανωτέρω ελέγχου, προκύψουν στοιχεία, ότι ο υπάλληλος απέκτησε περιουσιακά στοιχεία που δεν δικαιολογούνται από εμφανή -νόμιμα εισοδήματα και πόρους, το αρμόδιο τμήμα της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων, προβαίνει στις απαραίτητες διαδικασίες για την πειθαρχική ή και την ποινική δίωξη του υπαλλήλου, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί πειθαρχικού δικαίου, Ποινικού Κώδικα ή άλλων ειδικών ποινικών νόμων. Επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος του ελεγχόμενου, η Πορισματική Έκθεση μετά των σχετικών φακέλων αποστέλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Εάν στην Πoρισματική Έκθεση περιλαμβάνονται ευρήματα αρμοδιότητας φορολογικής ή άλλης Αρχής, με ευθύνη του Προϊσταμένου του Τμήματος, αποστέλλεται δελτίο πληροφοριών με τα σχετικά εδάφια της έκθεσης στην, κατά περίπτωση, αρμόδια φορολογική ή άλλη Αρχή, για ενημέρωση τους προκειμένου να τα αξιολογήσουν και να πράξουν τα προβλεπόμενα κατά λόγο αρμοδιότητας λ.χ. να διενεργήσουν φορολογικούς ή άλλους ελέγχους.
Άρθρο 10
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων κατά την άντληση στοιχείων από τους ελεγχόμενους (φυσικά πρόσωπα) ορίζουμε τα ακόλουθα υποδείγματα εντύπων:
α) Επιστολή προς τον ελεγχόμενο,
β) Οικογενειακή, Υπηρεσιακή κατάσταση - Περιουσιακά στοιχεία (συμπληρώνεται από τον ελεγχόμενο) και
γ) Πίνακες Εσόδων-Εξόδων και Περιουσιακής κατάστασης που περιλαμβάνουν τα ετήσια συνολικά έσοδα - έξοδα, το διαθέσιμο κεφάλαιο έναρξης, το ετήσιο/ σωρευμένο διαθέσιμο υπόλοιπο, την ετήσια μεταβολή του τραπεζικού υπολοίπου και το συνολικό διαθέσιμο υπόλοιπο/αποταμιευτική ικανότητα (διαφορά σωρευμένου διαθέσιμου υπόλοιπου και μεταβολής τραπεζικού υπολοίπου).
Τα ως άνω έντυπα, έχουν όπως τα σχετικά συνημμένα υποδείγματα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας.
Άρθρο 11
ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Από την έναρξη ισχύος της παρούσης παύει να ισχύει η υπό στοιχεία Δ.ΕΣ.ΥΠ. 158709 ΕΞ 2016 ΕΜΠ/15-11-2016 (Β' 4034) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
Κάθε προηγούμενη απόφαση που ρυθμίζει διαφορετικά τη διαδικασία, και τα οριζόμενα στην παρούσα θέματα, παύει να ισχύει.
Άρθρο 12
ΈΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει και εντολές ελέγχου περιουσιακής κατάστασης που έχουν εκδοθεί πριν την δημοσίευση της παρούσας και δεν έχουν ολοκληρωθεί.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2025
Ο Διοικητής
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!