Η φορολογική πολιτική ως εργαλείο αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης: η περίπτωση της Ισπανίας.
του Γιάννη Σταματόπουλου,
Οικονομολόγου - Φορολογικού Συμβούλου, Διδάκτορα του Παν. Πειραιώς
Στις περασμένες δεκαετίες και σε συνέχεια των αναταράξεων που προκάλεσε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην προσπάθειά τους να τονώσουν το επενδυτικό κλίμα, επιχείρησαν να παρέχουν κίνητρα για να προσελκύσουν αλλοδαπούς φορολογικούς κατοίκους.
Μεταξύ των κινήτρων αυτών, ήταν και οι άδειες για επενδυτές τρίτων χωρών (μέσω σχημάτων τύπου Golden Visa) ή και η παροχή φοροαπαλλαγών σε αυτούς με την προϋπόθεση της διενέργειας επενδύσεων. Οι επενδύσεις αυτές συμπεριελάμβαναν κατά κανόνα και τις αγορές ακινήτων.
Δεδομένου, όμως, ότι το περιβάλλον αλλάζει διαρκώς, αλλάζουν με τον ίδιο τρόπο και οι προτεραιότητες των ασκούντων την κυβερνητική πολιτική. Στις προτεραιότητες αυτές υψηλότερη θέση καταλαμβάνει τα τελευταία χρόνια το ζήτημα της στεγαστικής κρίσης.
Ειδικότερα, η στεγαστική κρίση, όπως αποτυπώνεται από την αύξηση των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων, και κατ’ επέκταση την έλλειψη πρόσβασης σε προσιτή κατοικία αποτελεί ένα ζήτημα υπαρκτό το οποίο επηρεάζει όλο και περισσότερο τους πολίτες των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο περιβάλλον αυτό, παρατηρείται ότι τα κράτη αναθεωρούν προγενέστερες πρακτικές και επιλογές τους επιδιώκοντας να επιτύχουν τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ των πολλαπλών στόχων της κυβερνητικής πολιτικής.
Ενδεικτικά, ανατρέχοντας σχετικά στο παράδειγμα της Ισπανίας, μπορούμε να αναφέρουμε ότι το πρόγραμμα Golden Visa, το οποίο επέτρεπε σε κατοίκους τρίτων χωρών να αποκτήσουν άδεια να ζήσουν, να εργαστούν και να σπουδάσουν στη χώρα, με την προϋπόθεση ότι θα αγοράσουν ακίνητη περιουσία αξίας 500.000 ευρώ και άνω, θεσπίστηκε το 2013 και διήρκησε μέχρι τις 3 Απριλίου 2025, οπότε και έπαψε να ισχύει.
Την ίδια περίοδο δε και συγκεκριμένα το Μάιο του 2025 με νομοσχέδιο που κατατέθηκε στην ισπανική Βουλή (Impuesto Complementario Estatal sobre la Transmisión de Bienes Inmuebles a no Residentes en la Unión Europea), προτάθηκε, στο εντελώς αντίθετο άκρο, η εισαγωγή ενός νέου «συμπληρωματικού φόρου» στη μεταβίβαση ακινήτων σε μη κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο φόρος αυτός προβλέπεται δε ότι θα ανέρχεται στο 100% της αξίας των μεταχειρισμένων ακινήτων που αγοράζονται από άτομα και οντότητες μη κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει, ότι, αν ο φόρος αυτός εγκριθεί και γίνει νόμος του Ισπανικού κράτους, οι μη κάτοικοι της Ε.Ε., εφόσον επιθυμούν να αγοράσουν ακίνητο στην Ισπανία, θα επιβαρύνονται τελικώς με το ακριβώς διπλάσιο της αξίας του ακινήτου που επιθυμούν να αγοράσουν!
Ο φόρος αυτός, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν έχει εισπρακτικό χαρακτήρα, αλλά αντιθέτως, στοχεύει να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τις αγορές κατοικιών από μη κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρόταση αυτή, βέβαια, η οποία δεν έχει γίνει - τη δεδομένη στιγμή - νόμος του ισπανικού κράτους, δέχεται κριτική καθώς θεωρείται «ακραία» (προτείνονται εναλλακτικά χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές) ενώ επιφυλάξεις εγείρονται και για ζητήματα αντισυνταγματικότητας ή και παραβίασης δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου.
Ολοκληρώνοντας, σημειώνουμε ότι η Ισπανία δεν είναι η πρώτη χώρα που επεξεργάζεται ή και επιβάλει έναν τέτοιο φόρο. Χαρακτηριστικά μπορούμε επίσης να αναφερθούμε στο παράδειγμα του Καναδά, όπου ειδικώς στην επαρχία του Οντάριο, εφαρμόζεται, πλέον του γενικού φόρου μεταβίβασης ακινήτων, και ένας φόρος «κερδοσκοπίας» ο οποίος καλείται Non-Resident Speculation Tax (NRST). Ο φόρος αυτός καταλαμβάνει τις αγορές ακινήτων από μη κατοίκους Καναδά και ανέρχεται στο 25% της αξίας των μεταβιβαζόμενων ακινήτων.
Οι τάσεις που καταγράφονται στο παρόν άρθρο είναι ενδεικτικές της στροφής που επιχειρούν τα κράτη και του τρόπου με τον οποίο επιδιώκουν να αμβλύνουν τις επιπτώσεις της στεγαστικής κρίσης. Στο περιβάλλον αυτό, η φορολογική πολιτική αναδεικνύεται ακόμη μια φορά ως ένα σημαντικό εργαλείο κοινωνικής παρέμβασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!