Εθνική Αρχή Διαφάνειας 13049/2020 Κανονισμός Λειτουργίας του Συμβουλίου Διοίκησης της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.)
Αριθμ. οικ. 13049
ΦΕΚ B’ 2210/06.06.2020
Κανονισμός Λειτουργίας του Συμβουλίου Διοίκησης της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.).
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 86, 88, 89 του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 133).
2. Τις διατάξεις του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 45), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 3(β) και 5(ε) του ν. 4270/2014 (Α΄ 143).
4. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98), περί ελέγχου δαπανών που προκαλούν κανονιστικές πράξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019.
5. Την υπ’ αρ. Υ96/06-09-2019 διαπιστωτική πράξη του Πρωθυπουργού με θέμα «Διαπιστωτική πράξη για τον διορισμό του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας» (Υ.Ο.Δ.Δ. 702).
6. Την υπ’ αρ. 11699/24.5.2020 απόφαση του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας «Οργανισμός της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.)» (Β΄ 1991).
7. Την ανάγκη έκδοσης του Κανονισμού Λειτουργίας του Συμβουλίου Διοίκησης της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.), με τον οποίο καθορίζονται ειδικότερα θέματα λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 86 του ν. 4622/2019.
8. Την υπ’ αρ. 12825/29-5-2020 εισήγηση του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Διοικητικών Υπηρεσιών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, σύμφωνα με την οποία από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται πρόσθετη δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Αποστολή και Οργάνωση του Συμβουλίου Διοίκησης
Άρθρο 1
Ο Ρόλος του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας που συστάθηκε με τις διατάξεις του κεφαλαίου Γ του ν. 4622/2019, διοικείται από το Συμβούλιο Διοίκησης και τον Διοικητή της Αρχής. Το Συμβούλιο Διοίκησης λειτουργεί αποφασιστικά και γνωμοδοτικά σε θέματα στρατηγικής και διοίκησης της Αρχής, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 89 του ν. 4622/2019, με βάση την υψηλή επιστημονική συγκρότηση και επαγγελματική εμπειρία των μελών του.
Άρθρο 2
Πλαίσιο άσκησης καθηκόντων του Προέδρου και των Μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Το Συμβούλιο Διοίκησης είναι πενταμελές, αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) ακόμη τακτικά μέλη.
2. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Με το διορισμό του, απαγορεύεται αυτοδικαίως η άσκηση οποιασδήποτε επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και δημοσίου λειτουργήματος ή καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα του Δημοσίου Τομέα. Επίσης, δεν επιτρέπεται να συνάπτει οποιασδήποτε μορφής σύμβαση με το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα του Δημοσίου Τομέα, από την οποία γεννάται οποιοδήποτε όφελος υπέρ αυτού ή τρίτων. Η ως άνω απαγόρευση ισχύει και για σύζυγο ή συμβιούντα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4356/2015, καθώς και για τα προστατευόμενα τέκνα αυτού, για συμβάσεις που συνάπτονται με την Ε.Α.Δ., καθώς και με τους εποπτευόμενους από την Ε.Α.Δ. φορείς του δημοσίου. Η απαγόρευση της παρούσας παραγράφου ισχύει και για οποιασδήποτε μορφής εταιρεία ή επιχείρηση, στην οποία τα πρόσωπα αυτά συμμετέχουν ως κύριος μέτοχος ή ως ομόρρυθμος, ετερόρρυθμος ή περιορισμένης ευθύνης εταίρος ή διατηρούν την ιδιότητα ανώτατου διοικητικού στελέχους.
Σε περίπτωση που ο Πρόεδρος είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος ή όργανο ή λειτουργός δημοσίου φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το Μητρώο φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρεί η Ελληνική Στατιστική Αρχή, μετά τη λήξη της θητείας του επανέρχεται στην οργανική θέση που κατείχε πριν από το διορισμό του. Σε αυτήν την περίπτωση ο χρόνος της θητείας του λογίζεται, για κάθε βαθμολογική ή/και μισθολογική έννομη συνέπεια, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης.
3. Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης είναι μερικής απασχόλησης και δεν αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε δημοσίου λειτουργήματος, καθώς και η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των επιχειρήσεων τους, των N.Π.Δ.Δ. και των κρατικών N.Π.Ι.Δ. ή δημοσίων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο λειτούργημα ή οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που δεν συμβιβάζεται με την ιδιότητα ή τα καθήκοντα μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής. Ιδίως, δεν επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες ή να έχουν οποιαδήποτε έννομη σχέση με εταιρεία ή επιχείρηση, εκ της οποίας μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων. Δεν συνιστά για αυτούς ασυμβίβαστο η άσκηση καθηκόντων μέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης και η άσκηση καθηκόντων μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Άρθρο 3
Αρχές λειτουργίας του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Το Συμβούλιο Διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει την υποχρέωση να υπηρετεί με συνέπεια τους σκοπούς της Αρχής και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από τις διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 4622/2019, από οποιοδήποτε άλλο άρθρο του κεφαλαίου Γ του ίδιου νόμου «Σύσταση Εθνικής Αρχής Διαφάνειας», καθώς και από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, με γνώμονα την επίτευξη των στόχων αυτής και την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία και δράση της.
2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της ακεραιότητας, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Επίσης, οφείλουν να ασκούν τα καθήκοντα τους με διαφάνεια και κοινωνική υπευθυνότητα, ενεργώντας αποκλειστικά υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και να σέβονται και να τηρούν τους κανόνες εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας, για θέματα για τα οποία έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
3. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ιδιαίτερα οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία ή διαχείριση υποθέσεων που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον προκύπτει: (α) όφελος, οικονομικό ή μη, για τους ίδιους, τους συζύγους ή τους συμβιούντες κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4356/2015, τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ’ ευθείαν μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε, έως και δευτέρου βαθμού, καθώς και για πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση, και (β) βλάβη, οικονομική ή μη, για πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία υπάρχει ιδιαίτερη εχθρότητα.
4. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης οφείλουν ιδίως:
α) Να αποκαλύπτουν έγκαιρα και με επάρκεια στα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου τα ίδια συμφέροντά τους, που ενδέχεται να ανακύψουν από νέες αρμοδιότητες της Αρχής, οι οποίες εμπίπτουν στα καθήκοντά τους, καθώς και κάθε σύγκρουση των συμφερόντων τους με εκείνα της Αρχής, η οποία ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Στην περίπτωση αυτή, υποχρεούνται να απέχουν από τη διαχείριση συγκεκριμένων υποθέσεων προβαίνοντας σε δήλωση κωλύματος σχετικά με τον λόγο που επιβάλλει την αποχή τους κατά την έναρξη της συζήτησης, να μη συμμετάσχουν στη συζήτηση και στη σχετική απόφαση.
Σε περίπτωση κωλύματος συμμετοχής περισσότερων του ενός (1) μελών λόγω σύγκρουσης συμφερόντων, το Συμβούλιο Διοίκησης βρίσκεται σε απαρτία και αποφασίζει νόμιμα με τα λοιπά, μη κωλυόμενα, μέλη. Σε περίπτωση ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων του Προέδρου, οι αρμοδιότητες ως προς τις οποίες υφίσταται η σύγκρουση ασκούνται διά του αναπληρωτή του, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 88 του ν. 4622/2019.
Σύγκρουση συμφερόντων, συνιστά οποιαδήποτε κατάσταση κατά την οποία αντικειμενικά επηρεάζεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων τους.
β) Να τηρούν αυστηρή εχεμύθεια για τις υποθέσεις και τα απόρρητα της Αρχής, τα οποία κατέστησαν γνωστά σ’ αυτούς λόγω της ιδιότητας τους ως συμβούλων.
γ) Να υπογράφουν σύμφωνο εμπιστευτικότητας και δήλωση για τη μη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους.
5. Ο Πρόεδρος υποβάλλει στην Προεδρία της Κυβέρνησης εντός ενός (1) μηνός από την ανάληψη των καθηκόντων δήλωση σχετικά με:
α) όλες τις επαγγελματικές δραστηριότητες που άσκησε ο ίδιος/η ίδια και ο/η σύζυγος ή οι συμβιούντες τους κατά την τελευταία τριετία,
β) την τυχόν συμμετοχή αυτών και των συζύγων ή των συμβιούντων τους στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση επιχειρήσεων, υπό οποιαδήποτε μορφή,
γ) αντίγραφο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης τελευταίας τριετίας εφόσον είναι ήδη υπόχρεα, ή, σε κάθε άλλη περίπτωση, της αρχικής δήλωσης,
δ) οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα των ιδίων ή των συζύγων ή συμβιούντων τους, αμειβόμενη ή μη, που δύναται, κατά την κρίση τους, να δημιουργήσει κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων κατά την άσκηση των ανατιθέμενων καθηκόντων τους,
ε) αντίγραφο ποινικού Μητρώου, και
στ) υπεύθυνη δήλωση ότι έλαβαν γνώση των περιορισμών και υποχρεώσεων του παρόντος Κεφαλαίου, καθώς και της αρμοδιότητας της Επιτροπής Δεοντολογίας του άρθρου 74 του ν. 4622/2019 και δήλωση παραίτησης από κάθε δικαίωμα αμφισβήτησης των αποφάσεών της.
6. Ειδικά ο Πρόεδρος οφείλει να δηλώνει στην Προεδρία της Κυβέρνησης:
α) κάθε μεταγενεστέρως ανακύπτουσα σύγκρουση συμφερόντων, ευθύς ως λάβει γνώση αυτής,
β) εάν βρίσκεται σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων ή όχι, οποτεδήποτε του/της ζητηθεί.
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, υποχρεούνται σε δήλωση και έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και για δύο (2) έτη μετά από τη λήξη της θητείας τους και υπόκεινται σε κατά προτεραιότητα έλεγχο από τη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
7. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, υπόκειται στις υποχρεώσεις του άρθρου 73 του ν. 4622/2019.
8. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα. Για τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης την πειθαρχική δίωξη ασκεί το Υπουργικό Συμβούλιο.
Άρθρο 4
Ανεξαρτησία Συμβουλίου Διοίκησης και Σχέσεις με τη Βουλή, τις δικαστικές και τις διοικητικές αρχές
1. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και τη συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, μετά από κλήση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, καταθέτουν ενώπιον αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α σε συνδυασμό με το άρθρο 41Α του Κανονισμού αυτής, σχετικά με θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητες της Αρχής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον της ζητηθεί, η Αρχή υποχρεούται να υποβάλλει στον Πρωθυπουργό και στον Πρόεδρο της Βουλής, ειδικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια του έτους για θέματα της αρμοδιότητας της.
Άρθρο 5
Θητεία των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία (1) φορά. Κατά την πρώτη επιλογή των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 88 παρ. 4 του ν. 4622/2019,δύο (2) από τα τέσσερα (4) μέλη κληρώνονται αμέσως μετά από τη λήψη της απόφασης επιλογής τους και διορίζονται για θητεία τριών (3) ετών, άλλα δύο (2) για θητεία πέντε (5) ετών. Στην κλήρωση αυτή δεν περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος της Αρχής, που διορίζεται για θητεία πέντε (5) ετών. Αν ανανεωθεί η θητεία μέλους που σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διορίστηκε για περιορισμένη θητεία, η ανανέωση χωρεί για πλήρη θητεία πέντε (5) ετών. Η θητεία των μελών παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι τον διορισμό νέων. Ο χρόνος παράτασης της θητείας δεν μπορεί να υπερβεί σε κάθε περίπτωση τους έξι (6) μήνες. Το Συμβούλιο Διοίκησης μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, εάν κάποια από τα μέλη της εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο, εφόσον τα λοιπά τακτικά μέλη επαρκούν για τον σχηματισμό απαρτίας.
Άρθρο 6
Απουσία-Κώλυμα Προέδρου Συμβουλίου Διοίκησης
Τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης, όταν κωλύεται, απουσιάζει ή ελλείπει, αναπληρώνει ένα (1) από τα υπόλοιπα τακτικά μέλη, που έχει ορισθεί προς τούτο με απόφαση του Προέδρου, που λαμβάνεται εντός τριών (3) μηνών από τον διορισμό του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής.
Άρθρο 7
Παύση - Παραίτηση μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, περιλαμβανομένου του Προέδρου, παύεται από το αξίωμά του με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για τους εξής λόγους:
α) Για αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του λόγω κωλύματος, νόσου ή αναπηρίας σωματικής ή πνευματικής που διαρκεί για περισσότερους από τρεις συνεχόμενους μήνες ή αν δεν έχει εκπληρώσει τα καθήκοντα του για τρεις (3) συνεχόμενους μήνες για οποιονδήποτε άλλον λόγο, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου Διοίκησης.
β) Για σπουδαίο λόγο, που αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Σπουδαίο λόγο συνιστά, ιδίως, η αποκάλυψη εμπιστευτικών θεμάτων, για τα οποία έλαβε γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων του και η κατάχρηση της θέσης του για ίδιο, προσωπικό ή εμπορικό όφελος.
γ) Αν παραπεμφθεί αμετάκλητα στο ακροατήριο για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 149 του Υπαλληλικού Κώδικα.
δ) Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θέσης του σε αυτοδίκαιη αργία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παραγράφου 1 του Υπαλληλικού Κώδικα.
ε) Αν δεν προβεί στις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις περί σύγκρουσης συμφερόντων.
στ) Αν έχει αποκλεισθεί ή παυθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος ή του έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιουδήποτε δημόσιου νομικού προσώπου, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
ζ) Αν εκλεγεί μέλος της Βουλής των Ελλήνων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Κυβέρνησης ή των οργάνων διοίκησης πολιτικού κόμματος ή αν ανακηρυχθεί υποψήφιος Βουλευτής.
2. Ο Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης που έχει παυθεί από το αξίωμά του, δύναται να προσβάλει με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την απόφαση περί παύσεως του. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την προσβαλλόμενη απόφαση.
3. Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, που προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, ενημερώνει σχετικά το Υπουργικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο Διοίκησης, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την παραίτησή του. Η παραίτηση γίνεται αποδεκτή με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 8
Κένωση θέσης-εκπνοή θητείας μελών Συμβουλίου Διοίκησης
1. Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης, λόγω θανάτου, παραίτησης ή παύσης, διορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 του ν. 4622/2019 εντός δύο (2) μηνών από την κένωση της θέσης, για πλήρη θητεία. Μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους, η λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης δεν διακόπτεται. Για το διάστημα μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου τα καθήκοντα αυτού ασκεί ο αναπληρωτής αυτού ή εάν δεν υπάρχει αναπληρωτής, καθήκοντα Προέδρου ασκεί κάποιο από τα υπολειπόμενα μέλη με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης.
2. Η διαδικασία για τον διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ξεκινάει τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από την εκπνοή της θητείας αυτών, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας για το διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους κατά τα ανωτέρω, η θητεία του απερχόμενου Προέδρου ή μέλους παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τον διορισμό νέων και σε κάθε περίπτωση για διάστημα που δεν δύναται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: Αρμοδιότητες και συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης
Άρθρο 9
Αρμοδιότητες Συμβουλίου Διοίκησης
Το Συμβούλιο Διοίκησης έχει τις εξής αρμοδιότητες:
1. Εγκρίνει τον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό της Αρχής, το ετήσιο και το πολυετές πλάνο ελεγκτικής δράσης της Αρχής, το σχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, πριν την υποβολή του στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, και την ετήσια έκθεση απολογισμού των δραστηριοτήτων της Αρχής.
2. Κατατάσσει τους δύο (2) επικρατέστερους υποψηφίους σε σειρά προτεραιότητας για τη θέση του Διοικητή και υποβάλλει σχετική πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο.
3. Προτείνει αιτιολογημένα με πλειοψηφία 4/5 των μελών του στον Πρωθυπουργό την παύση του Διοικητή πριν από τη λήξη της θητείας του, όταν συντρέχουν αναμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν λόγο παύσης, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 16 του άρθρου 88 του ν. 4622/2019.
4. Παραλαμβάνει την αίτηση παραίτησης του Διοικητή της Αρχής και ορίζει αναπληρωτή του Διοικητή έναν από τους προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης της Αρχής, μέχρι το διορισμό του νέου Διοικητή της Αρχής ή την ανάληψη των καθηκόντων του υφισταμένου, σε περίπτωση απουσίας του ή αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων του ή εάν για οποιονδήποτε λόγο παύσει να τα εκτελεί.
5. Επιλέγει και διορίζει τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου (Audit Committee) της Αρχής.
6. Ανανεώνει μέχρι και τρεις (3) φορές και διακόπτει με αιτιολογημένη απόφαση πριν από τη λήξη τους για λόγους που ανάγονται σε αδυναμία ή σε πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων τους, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Διοικητή της Αρχής τις θητείες:
α) του Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεώρησης και Ελέγχων.
β) των δύο (2) θέσεων Προϊσταμένων για τη Γενική Διεύθυνση Ακεραιότητας και Λογοδοσίας και για τη Γενική Διεύθυνση Ευαισθητοποίησης και Δράσεων με την Κοινωνία αντίστοιχα.
γ) των δύο (2) θέσεων Προϊσταμένων για τη Διεύθυνση Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συμπεριφορικών Αναλύσεων και για τη Διεύθυνση Δράσεων Ευαισθητοποίησης και Εκπαιδευτικών Πολιτικών.
7. Καταθέτει έκθεση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής σχετικά με θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητες της Αρχής, μετά από κλήση αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α σε συνδυασμό με το άρθρο 41Α του Κανονισμού αυτής.
8. Επιβάλλει κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Αρχής στους ελεγχόμενους φορείς ή σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες του άρθρου 100 του ν. 4622/2019, καθώς και στους φορείς ή σε αυτούς που αρνούνται να υποβληθούν στις εν λόγω έρευνες, να επιδείξουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και να χορηγήσουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους, πρόστιμο κατ' ελάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ στο καθένα από τα πρόσωπα και για κάθε παράβαση. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη η σοβαρότητα της εξεταζόμενης υπόθεσης, η απαξία των πράξεων και η επίπτωση τους στην έκβαση της έρευνας.
9. Καθορίζει, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση που λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία 4/5, τους όρους και τις προϋποθέσεις απαλλαγής ή μείωσης των προστίμων που επιβάλλονται σε βάρος των ελεγχόμενων φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 του ν. 4622/2019 ή φυσικών προσώπων που συμβάλλουν στον εντοπισμό και στη διερεύνηση παραβάσεων των κείμενων διατάξεων που αφορούν σε θέματα ακεραιότητας, διαφάνειας, λογοδοσίας και καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς (πρόγραμμα επιείκειας). Εάν ελεγχόμενος φορέας ή φυσικό πρόσωπο υπαχθεί στο πρόγραμμα επιείκειας, και εν συνεχεία απαλλαγεί πλήρως από την επιβολή προστίμου τότε οι υπαίτιοι ή συμμέτοχοι στην παράνομη πράξη απαλλάσσονται από κάθε ποινή. Η υπαγωγή στο πρόγραμμα επιείκειας εξαιτίας της οποίας επιβλήθηκε μειωμένο πρόστιμο, θεωρείται ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 Π.Κ. και στους δράστες των πράξεων αυτών επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 Π.Κ.
10. Παρέχει τη γνώμη του:
δ) Για τον σχεδιασμό της πολιτικής προσωπικού της Αρχής και παρακολουθεί την εφαρμογή αυτής,
ε) Για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεθοδολογιών και ειδικότερων συστημάτων ποιοτικής και ποσοτικής αξιολόγησης, προαγωγών, βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης του προσωπικού της Αρχής,
στ) Για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεθοδολογιών και ειδικότερου συστήματος μισθολογικού καθεστώτος και επιπλέον ανταμοιβής (bonus) του προσωπικού της Αρχής,
ζ) Για τον καθορισμό των ειδικότερων προσόντων διορισμού σε κλάδους και σε ειδικότητες και των κριτηρίων πρόσληψης προσωπικού στην Αρχή,
η) Για τη σύσταση, τη μετατροπή και την κατάργηση οργανικών θέσεων προσωπικού όλων των κλάδων, ειδικοτήτων και κατηγοριών,
θ) Για την κατανομή των οργανικών θέσεων μεταξύ των οργανικών μονάδων όλων των επιπέδων της Αρχής,
ι) Για την ένταξη έργων στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, και στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών,
ια) Για τη σκοπιμότητα και τη βιωσιμότητα της χρηματοδότησης δράσεων της Αρχής από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την Υπηρεσία Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων της Ε.Ε., τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), και οποιαδήποτε άλλη πηγή χρηματοδότησης εκτός του κρατικού προϋπολογισμού,
ιβ) Για την υπογραφή συμφωνιών συνεργασίας με διεθνείς οργανισμούς.
ιγ) Για τον καθορισμό ειδικού μισθολογικού καθεστώτος του προσωπικού της Αρχής, στη βάση των περιγραμμάτων θέσεων εργασίας, εντός των ορίων του προϋπολογισμού της Αρχής και του εκάστοτε Μ.Π.Δ.Σ.
ιδ) Για τη διακοπή της απόσπασης Επιθεωρητών-Ελεγκτών, καθώς και του λοιπού προσωπικού που υπηρετεί στην Αρχή, πριν από τη λήξη της, για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ή μεταβολή των υπηρεσιακών αναγκών ή μετά από αίτηση του υπαλλήλου, αφού συνεκτιμηθούν οι υπηρεσιακές ανάγκες.
11. Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του:
Ι. Για την κατάρτιση του Οργανισμού της Αρχής, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 86 παρ.3 του ν. 4622/2019, καθώς και για την τροποποίηση αυτού, σε περιπτώσεις σημαντικών οργανωτικών αλλαγών, όπως είναι η σύσταση, η συγχώνευση, η μετατροπή ιεραρχικού επιπέδου οργανικής μονάδας, η κατάργηση και η αναστολή λειτουργίας υπηρεσιών επιπέδου Γενικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων ή Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας, καθώς και των Περιφερειακών Υπηρεσιών της Αρχής,
ΙΙ. Για τον καθορισμό των κλάδων από τους οποίους προέρχονται οι Προϊστάμενοι των προαναφερθεισών οργανικών μονάδων,
III. Για τον Κανονισμό Λειτουργίας και τους επιμέρους Κανονισμούς της Αρχής, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 86 παρ.3 του ν. 4622/2019.
IV. Για την ανανέωση της θητείας του Διοικητή, με την πλειοψηφία των 4/5 του συνόλου των μελών του.
12. Στις περιπτώσεις που ζητείται η γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης τεκμαίρεται ότι, αυτή είναι θετική μετά την παρέλευση αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος προς αυτό.
13. Το Συμβούλιο Διοίκησης δεν δύναται να ζητά και να έχει πρόσβαση σε φακέλους και πληροφορίες που αφορούν σε συγκεκριμένες υποθέσεις απάτης και διαφθοράς και να παρεμβαίνει καθ' οιονδήποτε τρόπο στη διερεύνηση αυτών των περιπτώσεων.
Άρθρο 10
Έδρα Συμβουλίου Διοίκησης
1. Σε κτίριο της Αρχής διατίθεται από τον Διοικητή αυτής διακεκριμένος χώρος γραφείου στο Συμβούλιο Διοίκησης, με την απαραίτητη υλικοτεχνική και ηλεκτρονική υποδομή, στον οποίο έχουν διαρκή και ακώλυτη πρόσβαση και στεγάζονται αποκλειστικά ο Πρόεδρος, τα μέλη αυτού και οι συνεργάτες τους. Στον ίδιο χώρο τηρούνται τα πρακτικά των συνεδριάσεων, φυλάσσεται οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ή φάκελος ή στοιχείο που σχετίζεται με τη λειτουργία και την άσκηση αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Διοίκησης και μελετάται και φυλάσσεται οποιοδήποτε έγγραφο ή φάκελος ή στοιχείο κρίνονται από τον Πρόεδρο ή μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης απαραίτητα προς ενημέρωσή τους κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
Άρθρο 11
Συνεδριάσεις Συμβουλίου Διοίκησης-Απαρτία
1. Το Συμβούλιο Διοίκησης συνεδριάζει, μετά από πρόσκληση του Προέδρου του, στο γραφείο του Συμβουλίου Διοίκησης και, εφόσον αυτό δεν είναι διαθέσιμο, σε χώρο συνεδριάσεως σε κεντρικό κτίριο της Αρχής, τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα τακτικώς και, εκτάκτως, όποτε απαιτείται. Στην ως άνω πρόσκληση ορίζεται ο τόπος, η ημέρα και ο χρόνος της συνεδρίασης και περιλαμβάνονται τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης υποχρεούται να συγκαλέσει συνεδρίαση, εκτάκτως, όποτε το ζητήσουν δύο (2) μέλη.
2. Το Συμβούλιο Διοίκησης, κατά την πρώτη συνεδρίασή του, καθώς και σε κάθε περίπτωση αλλαγής μέλους του, συγκροτείται σε σώμα, εκλέγει τον Πρόεδρο του και ορίζει το μέλος το οποίο αναπληρώνει τον Πρόεδρο, σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του. Ο αναπληρωτής Πρόεδρος ασκεί τις αρμοδιότητες και έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Προέδρου.
3. Για τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης απαιτείται πλήρης απαρτία.
4. Το Συμβούλιο Διοίκησης συνεδριάζει νόμιμα εφόσον παρίστανται δύο (2) τουλάχιστον μέλη και ο Πρόεδρος ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας αυτού.
5. Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης. Αν, κατά την πρώτη συνεδρίαση, διαπιστωθεί έλλειψη απαρτίας, το Συμβούλιο Διοίκησης καλείται εκ νέου σε συνεδρίαση, η οποία πραγματοποιείται το νωρίτερο σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες, στον ίδιο τόπο και με την ίδια ημερήσια διάταξη.
6. Η νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου Διοίκησης δεν επηρεάζεται από την τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις.
7. Σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο απώλειας της ιδιότητας μέλους του Συμβουλίου, τα υπόλοιπα μέλη μπορούν να συνεχίσουν την άσκηση των καθηκόντων τους και χωρίς την αντικατάσταση του ελλείποντος μέλους, με την προϋπόθεση ότι τα εναπομένοντα μέλη επαρκούν για το σχηματισμό απαρτίας.
8. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης συμμετέχει ως εκ της ιδιότητάς του, ο Διοικητής της Αρχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο οποίος εισηγείται στο Συμβούλιο για όλα τα θέματα αρμοδιότητάς του.
9. Οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Διοίκησης αναρτώνται στο διαδίκτυο.
Άρθρο 12
Σύγκληση Συμβουλίου Διοίκησης Κωλύματα
1. Η ημερήσια διάταξη συντάσσεται από τον Πρόεδρο, ο οποίος λαμβάνει προς τούτο υπόψη του τις απόψεις που τυχόν διατυπώνονται από τον Διοικητή και από τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης.
2. Αντικείμενο των συνεδριάσεων (τακτικών ή έκτακτων) είναι μόνο τα θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν να συζητηθούν και θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη, εφόσον είναι παρόντα όλα τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και συμφωνούν για τη συζήτησή τους.
3. Η πρόσκληση, με την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, τέσσερις (4) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, εγγράφως, από τον γραμματέα στα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και στον Διοικητή, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να συντμηθεί, σε περίπτωση κατεπείγοντος, με απόφαση του Προέδρου, εφόσον έχουν συναινέσει, με τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό μήνυμά τους προς τον γραμματέα του Συμβουλίου, τρία (3) τουλάχιστον μέλη του, κατόπιν αιτήματος ή συναίνεσης του Διοικητή. Η πρόσκληση μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο και ιδίως, διαζευκτικά ή σωρευτικά, με τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία, ηλεκτρονικό μήνυμα ή άλλο μέσο. Ο Πρόεδρος μεριμνά, μέσω του γραμματέα, ώστε πριν από την αποστολή της ημερήσιας διάταξης τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης να έχουν ενημερωθεί για οποιοδήποτε εισηγητικό σημείωμα, στοιχείο ή φάκελο αφορά στα θέματα της εν λόγω ημερήσιας διάταξης. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης λαμβάνουν γνώση των ανωτέρω, μία (1) ώρα πριν την έναρξη της συνεδρίασης.
4. Πρόσκληση των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης και του Διοικητή δεν απαιτείται, όταν:
Ι. Οι συvεδριάσεις γίνονται σε τακτές ημερομηνίες, που έχουν οριστεί με απόφαση του Προέδρου, και έχουν γvωστoπoιηθεί στα μέλη και στον Διοικητή.
II. H συνεδρίαση έχει πpoσδιoριστεί για συγκεκριμένη ημερομηνία, μετά από ομόφωνη απόφαση των παρόντων μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, η οποία λαμβάνεται στην αμέσως προηγούμενη συνεδρίαση, παρουσία και του Διοικητή, κατά την οποία καθορίζεται και η ημερήσια διάταξη. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται, όμως, η πρόσκληση των απόντων μελών και είvαι αναγκαία η τήρηση προθεσμίας τουλάχιστον εικοσιτεσσάρων (24) ωρών.
III. Μέλος αυτού έχει δηλώσει, πριν από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν ή σε συνεδριάσεις που θα διεξαχθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
5. Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης οφείλουν να ενημερώνουν εγκαίρως τον γραμματέα αυτού για τυχόν κώλυμά τους να παρασταθούν στην εκάστοτε συνεδρίαση.
6. Αν δεν έγινε πρόσκληση ή αυτή είχε πλημμέλειες, το Συμβούλιο Διoίκησης συνεδριάζει νομίμως αν το μέλος ή τα μέλη στα οποία αφορά η έλλειψη πρόσκλησης ή η πλημμέλεια αυτής είναι παρόντα και δεν αντιλέγουν για την πραγματοποίηση της συνεδρίασης.
7. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει μέλος, το οποίο δεν είχε προσκληθεί ή δεν είχε προσκληθεί νόμιμα, χωρίς να συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις για τις οποίες δεν απαιτείται πρόσκληση, η συνεδρίαση ματαιώνεται.
8. Ο Πρόεδρος, κατά τη συζήτηση ειδικώv θεμάτων, εκτός από μέλη του προσωπικού της Αρχής, δύναται να καλεί να παραστούν σε συνεδρίαση ή σε μέρος αυτής και τρίτοι, εκπρóσωπoι του Δημοσίου ή αλλοδαπών αρχών, δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων και επαγγελματικών οργανώσεων, καθώς και εμπειρογνώμονες.
9. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη των συνεδριάσεων, διευθύνει αυτές και φροντίζει για την εφαρμογή του νόμου και την εύρυθμη λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης.
10. Το Συμβούλιο Διοίκησης είναι δυνατό να συνεδριάζει και με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων (τηλεδιάσκεψη), για την οποία γίνεται μνεία στα οικεία πρακτικά. Στην περίπτωση αυτή η πρόσκληση προς τα μέλη του Συμβουλίου περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες και τεχνικές οδηγίες για τη συμμετοχή τους στη συνεδρίαση.
11. Το Συμβούλιο Διοίκησης και ο Πρόεδρος αυτού υποστηρίζεται από δύο (2) θέσεις συνεργατών.
Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου Διοίκησης ασκεί υπάλληλος του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, το οποίο ορίζεται με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Συμβουλίου, ενώ με όμοια απόφαση τα ανωτέρω πρόσωπα αντικαθίστανται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Το Συμβούλιο Διοίκησης δύναται να ζητά τη γνώμη του Διοικητή για το πρόσωπο του γραμματέα και του αναπληρωτή αυτού, οι οποίοι αποδέχονται με δήλωση τους τα συγκεκριμένα καθήκοντα.
Ο γραμματέας είναι υπεύθυνος για τη λήψη και τη διαχείριση των εγγράφων, των φακέλων και στοιχείων, και για τη διάθεση τους στον Πρόεδρο και στα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης.
12. Όταν θέμα συζήτησης, ενώπιον του Συμβουλίου Διοίκησης, άπτεται των ιδιωτικών ή προσωπικών συμφερόντων του Διοικητή, του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να προβεί σε δήλωση, σχετικά με το λόγο που επιβάλλει την αποχή του κατά την έναρξη της συζήτησης, να μη συμμετάσχει στη συζήτηση και στη σχετική απόφαση και δεν προσμετράται για τον υπολογισμό απαρτίας.
13. Η δήλωση αποχής υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης, εγγράφως ή προφορικά, καταχωρείται στα πρακτικά και πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τον λόγο που επιβάλλει την αποχή. Στις περιπτώσεις αυτές το Συμβούλιο Διοίκησης αποφαίνεται άμεσα, κατά το δυνατόν κατά την ίδια συνεδρίαση, εάν πράγματι συντρέχει τέτοια περίπτωση, χωρίς τη συμμετοχή εκείνου ο οποίος υπέβαλε τη δήλωση. Σε περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι υπάρχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο περισσότερων μελών, το Συμβούλιο Διοίκησης βρίσκεται σε απαρτία και αποφασίζει νόμιμα με τα λοιπά, μη κωλυόμενα, μέλη. Αίτηση εξαίρεσης του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης μπορούν να υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου Διοίκησης. Η αίτηση εξαίρεσης είναι έγγραφη, υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης και το Σ.Δ. αποφαίνεται, άμεσα, κατά το δυνατόν κατά την πρώτη συνεδρίαση.
14. Η αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο μέρος, αυτοπροσώπως ή από πληρεξούσιο με ειδική πληρεξουσιότητα, πρέπει δε να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους εξαίρεσης που τη θεμελιώνουν ή τους τυχόν συγκεκριμένους πραγματικούς λόγους που δημιουργούν αμφιβολία ως προς την αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ή του Διοικητή.
15. Η εξαίρεση των προσώπων μπορεί να διατάσσεται από το Συμβούλιο Διοίκησης και αυτεπαγγέλτως. Η διαδικασία της αυτεπάγγελτης εξαίρεσης αναστέλλεται, εφόσον υποβληθεί στο Συμβούλιο Διοίκησης δήλωση αποχής ή αίτηση εξαίρεσης από το ίδιο ως άνω πρόσωπο και ληφθεί επ' αυτών απόφαση.
16. Αν συμπέσει δήλωση αποχής και αίτηση εξαίρεσης για το ίδιο πρόσωπο, πρώτη εξετάζεται η δήλωση αποχής. Αν η δήλωση αποχής γίνει δεκτή, η αίτηση εξαίρεσης τίθεται στο αρχείο με πράξη του Προέδρου. Αν η δήλωση αποχής δεν γίνει δεκτή, εξετάζεται και η αίτηση εξαίρεσης.
17. Η εξαίρεση λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μπορεί να αφορά μέχρι δύο (2) μόνο μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης. Σε περίπτωση που η εξαίρεση αφορά στον Πρόεδρο και στον αναπληρωτή του, ορίζεται με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης αναπληρωτής του Προέδρου από τα υπολειπόμενα μέλη του Συμβουλίου.
Άρθρο 13
Λήψη αποφάσεων και πρακτικά συνεδριάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Η διάσκεψη για τη λήψη απόφασης ή τη διατύπωση γνώμης ή πρότασης γίνεται, είτε αμέσως μετά από τη συζήτηση, είτε σε χρόνο που ορίζει ο Πρόεδρος και λαμβάνεται ή διατυπώνεται, αντίστοιχα, με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας αυτού η ψήφος του αναπληρωτή του. Το μέλος που απέχει από την ψηφοφορία ή δίδει λευκή ψήφο θεωρείται απόν.
2. Αν η συζήτηση της υπόθεσης διαρκεί περισσότερες από μία συνεδριάσεις, η απόφαση λαμβάνεται από τα μέλη που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση.
3. Η ψηφοφορία είναι φανερή, εκτός από περιπτώσεις αποφάσεων που αφορούν σε κωλύματα ή σε ασυμβίβαστα μελών της Αρχής, που είναι μυστική. Η ψηφοφορία αρχίζει κατά σειρά από το νεότερο στο αρχαιότερο μέλος. Τη σειρά στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου καθορίζει η πράξη διορισμού των μελών. Ο Πρόεδρος ψηφίζει πάντοτε τελευταίος.
4. Για κάθε μία από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο μνημονεύονται, ιδίως, η βεβαίωση ότι υπήρξε κλήτευση, τα ονόματα και η ιδιότητα των παριστάμενων μελών του Συμβουλίου Διοίκησης και ο τρόπος της συμμετοχής σε αυτή, τα ονόματα των λοιπών παριστάμενων, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, το σημείο κατά το οποίο αποχώρησαν οι λοιποί παριστάμενοι, τα θέματα που συζητήθηκαν, συνοπτική, αλλά περιεκτική αναφορά στο περιεχόμενο της εισήγησης, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και η απόφαση που λήφθηκε ή η γνώμη που διατυπώθηκε.
5. Στο πρακτικό καταχωρίζονται οι γνώμες και τα ονόματα των μελών που μειοψήφησαν. Αν πρόκειται για συνεδρίαση του Συμβουλίου Διοίκησης προς διατύπωση απλής γνώμης ή πρότασης στο οικείο πρακτικό καταχωρίζονται υποχρεωτικώς όλες οι επί μέρους γνώμες ή προτάσεις που διατυπώθηκαν και τέθηκαν σε ψηφοφορία.
6. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης τηρούνται από τον γραμματέα, υπογράφονται από τον Πρόεδρο και από όλα τα συμμετέχοντα σε αυτές μέλη, το συντομότερο δυνατόν και όχι πέραν του τριμήνου από την ημερομηνία συνεδρίασης κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση. Σε περίπτωση άρνησης υπογραφής από κάποιο μέλος γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά. Έως την καθαρογραφή των πρακτικών μπορεί να χορηγείται στην οικεία υπηρεσία βεβαίωση για τις γνώμες-αποφάσεις, προτάσεις, η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο. Βάσει της βεβαίωσης αυτής μπορεί να πραγματοποιούνται από τον Διοικητή και τα όργανα της Αρχής οι απαιτούμενες περαιτέρω ενέργειες για την εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης. Με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης μπορεί να χαρακτηρίζονται ως απόρρητα πρακτικά ή εισηγήσεις, εφόσον, κατά την αιτιολογημένη κρίση αυτού, συντρέχουν λόγοι οι οποίοι το επιβάλλουν. Αντίγραφα των πρακτικών, πλην αυτών που έχουν οριστεί ως απόρρητα, εκδίδονται επισήμως από τον Πρόεδρο ή άλλο πρόσωπο που ορίζεται προς τούτο, χωρίς να απαιτείται άλλη επικύρωσή τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ: Λοιπές Διατάξεις
Άρθρο 14
Νομικό Πλαίσιο Λειτουργίας Συμβουλίου Διοίκησης
Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ «Σύσταση Εθνικής Αρχής Διαφάνειας» ν. 4622/2019, οι διατάξεις του Οργανισμού αυτής, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αφορά στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Ως προς τη λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης εφαρμόζονται συμπληρωματικά των διατάξεων της παρούσας απόφασης και οι διατάξεις του ν. 2690/1999 (Α΄45), όπως ισχύει.
Άρθρο 15
Έναρξη Ισχύος
Η απόφαση αυτή ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 1 Ιουνίου 2020
Ο Διοικητής
ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΙΝΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!