Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 1154/2004

Αριθμός 1154/2004

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2003 με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Δ. Κωστόπουλος, Ε. Γαλανού, Αικ. Συγγούνα, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Ι. Γράβαρης, Σπ. Χρυσικοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 4 Δεκεμβρίου 1998 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη Παναγιωτουνάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "B. I. Ε. Α.Ε. (Μ. Ι. )", που εδρεύει στην Κ. Αττικής (Ευαγγελιστρίας 5), η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η 449/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Ι. Γράβαρη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος αναφέρθηκε στην εισήγηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η εν μέρει αναίρεση της υπ’ αριθ. 449/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία αφορά λογιστικό προσδιορισμό του κατά το οικονομικό έτος 1986 φορολογητέου εισοδήματος της αναιρεσίβλητης εταιρείας.

2. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε στην επταμελή σύνθεση καθ’ ό μέρος παραπέμφθηκε σ' αυτήν με την υπ' αριθ. 879/2003, υπό πενταμελή σύνθεση, απόφαση του Τμήματος. Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση, η κρινόμενη αίτηση έγινε εν μέρει δεκτή, εν μέρει απορρίφθηκε, κατά τα λοιπά δε (που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσης δίκης, κατά τα εκτιθέμενα κατωτέρω) παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος λόγω της σπουδαιότητας ζητήματος που ανέκυψε εν σχέσει προς ορισμένη λογιστική διαφορά.

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά την απουσία της αναιρεσίβλητης, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την από 6.5.2003 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαρίνας Σταυροπούλου, κοινοποιήθηκαν σ' αυτήν νομίμως και εμπροθέσμως αντίγραφα της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως, καθώς και της από 5.5.2003 πράξεως του Προέδρου του Τμήματος, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος της υποθέσεως στην επταμελή σύνθεση.

4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 8 (παρ. 1-3) του Ν.Δ. 3843/1958 «περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων» (Α΄ 148), για τον προσδιορισμό του φορολογητέου καθαρού εισοδήματος, μεταξύ άλλων, των ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών, αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδά τους οι κατά το άρθρο 35 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 (Α' 214) δαπάνες? σύμφωνα δε με την περίπτωση α της τελευταίας αυτής διατάξεως, στις εν λόγω δαπάνες καταλέγονται και «τα γενικά έξοδα διαχειρίσεως» των εμπορικών επιχειρήσεων, δηλαδή οι εν γένει παραγωγικές για την επιχείρηση δαπάνες, «συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μισθοδοσίας και αμοιβής προσωπικού ... ». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (Π.Δ. 99/1977, Α΄ 34), «Ο Οικονομικός Έφορος υποχρεούται να αναγνωρίζη τα εκ των βιβλίων και στοιχείων προκύπτοντα δεδομένα ή οικονομικά αποτελέσματα, εφ' όσον τα βιβλία και στοιχεία ταύτα κρίνονται επαρκή και ακριβή.».

5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, κατά το ένδικο οικονομικό έτος (1986), είχε ως αντικείμενο εργασιών την παραγωγή, εισαγωγή και εμπορία φαρμακευτικών προϊόντων και συναφών ειδών. Τα βιβλία και στοιχεία της [τετάρτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (π.δ. 99/1977)] κρίθηκαν μεν ειλικρινή κατά τον έλεγχο της φορολογικής αρχής, και το φορολογητέο εισόδημά της προσδιορίσθηκε, ως εκ τούτου, λογιστικώς, κατά τον προσδιορισμό όμως αυτό δεν αναγνωρίσθηκε προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της, μεταξύ άλλων, κονδύλιο 25.000.000 δραχμών, το οποίο εφέρετο να έχει καταβάλει (η αναιρεσίβλητη), ως μισθούς και έξοδα κινήσεως του διμήνου από 1.1 μέχρι 28.2.1985, σε προσωπικό της συγχωνευθείσης αργότερα σ' αυτήν εταιρείας «B. I. Ε. Ε.Π.Ε.» (η οποία, προ της συγχωνεύσεως, είχε ως αντικείμενο την εμπορία των παραγόμενων από την αναιρεσίβλητη φαρμάκων). Η άρνηση εκπτώσεως του εν λόγω κονδυλίου έγινε με την αιτιολογία ότι «εφόσον η Ε.Π.Ε. εξακολουθούσε να λειτουργεί κατά το [ως άνω] δίμηνο [...] και απασχολούσε προσωπικό, ενεργώντας πωλήσεις και λοιπές πράξεις, οι δαπάνες αυτές σχετίζονταν άμεσα με τα έσοδα που περιήλθαν σ’ αυτήν και, συνεπώς, κακώς μεταφέρθηκαν στην επιχείρηση της [αναιρεσίβλητης] και εβάρυναν τα αποτελέσματα της προκειμένης χρήσεως.». Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αντιθέτως, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι το ανωτέρω κονδύλιο συνιστούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, παραγωγική δαπάνη για την ίδια την αναιρεσίβλητη εταιρεία και ότι έπρεπε, κατόπιν αυτού, ν' αφαιρεθεί από τα κατά το ένδικο οικονομικό έτος ακαθάριστα έσοδά της.

6. Επειδή, οι προβαλλόμενοι με την υπό κρίση αίτηση λόγοι αναιρέσεως οι στρεφόμενοι κατά της περί παραγωγικότητας της ως άνω δαπάνης κρίσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως απορρίφθηκαν με την προμνημονευθείσα απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως του Τμήματος? παραπέμφθηκε δε η υπόθεση στην παρούσα σύνθεση εν σχέσει προς τον περαιτέρω προβαλλόμενο από το Δημόσιο λόγο αναιρέσεως, κατά τον οποίο το διοικητικό εφετείο «δεχθέν ότι η φορολογική αρχή δεν ανεγνώρισε προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της αναιρεσίβλητης το [ανωτέρω] κονδύλιο των 25.000.000 δραχμών με την αιτιολογία ότι οι σχετικές δαπάνες συνδέονταν άμεσα με τα έσοδα που περιήλθαν στην υπό συγχώνευση ΕΠΕ, έπρεπε, προκειμένου να δεχθεί ότι το κονδύλιο αυτό συνιστά εκπεστέα δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, να βεβαιώσει αιτιολογημένα τη συνδρομή και των υπολοίπων προϋποθέσεων εκπτώσεως του εν λόγω κονδυλίου, που απαιτεί ο νόμος, ήτοι την καταβολή εκ μέρους της αναιρεσίβλητης των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, την αντιστοιχία των εξόδων κινήσεως προς τις πραγματικές δαπάνες των υπαλλήλων της υπό συγχώνευση ΕΠΕ και την ύπαρξη των προσηκόντων για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών παραστατικών, προϋποθέσεις τις οποίες δεν προκύπτει ότι εξήτασε η φορολογική αρχή ... ».

7. Επειδή, ο αμέσως ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Διότι, όπως συνάγεται από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955 και του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, όταν η φορολογική αρχή, αμφισβητώντας, όπως εν προκειμένω, τα δεδομένα των ακριβώς και επαρκώς τηρουμένων βιβλίων και στοιχείων του φορολογουμένου, τα οποία υποχρεούται, κατ’ αρχήν, ν’ αναγνωρίζει, αρνείται την έκπτωση δαπάνης λόγω ελλείψεως ορισμένης προϋποθέσεως, η εντεύθεν διαφορά περιορίζεται στη διάγνωση της ύπαρξης ή μη της προϋποθέσεως αυτής? σε περίπτωση δε που αποδειχθεί, στο πλαίσιο της σχετικής δίκης, η συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως, το δικαστήριο οφείλει να αναγνωρίσει την έκπτωση της δαπάνης, χωρίς να κρίνει επί των λοιπών τυχόν προϋποθέσεων που απαιτούνται μεν από το νόμο για την έκπτωση αλλά που δεν απετέλεσαν αντικείμενο αμφισβητήσεως κατά την οικεία φορολογική εγγραφή. Στην προκειμένη, συνεπώς, περίπτωση, εφ’ όσον, κατά τα προεκτεθέντα, το διοικητικό εφετείο διέγνωσε ότι συνέτρεχε η μόνη αμφισβητηθείσα από τη φορολογική αρχή προϋπόθεση εκπτώσεως της επίδικης ως άνω δαπάνης, η παραγωγικότητά της δηλαδή για την ίδια την αναιρεσίβλητη και όχι για τη συγχωνευθείσα σ' αυτήν εταιρεία, ορθώς, κατά τούτο, το δικαστήριο αναγνώρισε προς έκπτωση τη δαπάνη αυτή, χωρίς περαιτέρω έρευνα για τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων που δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο αμφισβητήσεως. Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Δ. Κωστόπουλου και Δ. Αλεξανδρή, το διοικητικό εφετείο, κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων καθώς και εκείνων των άρθρων 75 και 169 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, προκειμένου να δεχθεί τελικώς προς έκπτωση το επίδικο κονδύλιο, έπρεπε, πάντως, να κρίνει ότι συνέτρεχαν όλες οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις, ανεξάρτητα αν το ζήτημα της συνδρομής τους είχε αποτελέσει τη βάση της σχετικής λογιστικής διαφοράς.

8. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν' απορριφθεί κατά το μέρος που έχει παραπεμφθεί στην παρούσα σύνθεση.

9. Επειδή, με την προηγηθείσα ως άνω απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως του Τμήματος (βλ. ειδικότερα σκέψη 4 της αποφάσεως εκείνης) η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς αναιρέθηκε καθ' ό μέρος αφορούσε ορισμένη λογιστική διαφορά? δεδομένου δε ότι η υπόθεση χρειάζεται, κατά το μέρος τούτο, διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί αντιστοίχως στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Διά ταύτα

Απορρίπτει εν μέρει την αίτηση.

Παραπέμπει εν μέρει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2003

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Απριλίου 2004.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!