Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 3595/2008

Αριθμός 3595/2008

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Μαΐου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Αικ. Συγγούνα, Αν. Γκότσης, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Τ. Κόμβου, Χ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

Για να δικάσει την από 15 Νοεμβρίου 2003 έφεση : των :

1) ... και

2) ... οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Φ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Θ. Ψυχογιό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και κατά της υπ’ αριθμ. 2105/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η πιο πάνω έφεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 186/2008 παραπεμπτικής αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Α. Γκότση.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εκκαλούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα 1171729 και 1288376 σειράς Α’, έτους 2003).

2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 186/2008 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή τέθηκε με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως 2105/2003 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως μεταξύ άλλων και των εκκαλουσών κατά :

α) της υπ’ αριθμ. 87098/Δ2/29.8.2002 αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του κυρωθέντος με την απόφαση αυτή από 29.8.2002 πίνακα διοριστέων (Γ’ 193/29.8.2002), βάσει των οποίων διορίσθηκαν εκπαιδευτικοί, μεταξύ άλλων και των κλάδων ΠΕ 01 Θεολόγων, ΠΕ 02 Φιλολόγων, ΠΕ 03 Μαθηματικών, ΠΕ 04 Φυσικών, ΠΕ 11 Φυσικής Αγωγής ΠΕ 09 Οικονομολόγων και ΠΕ 60 Νηπιαγωγών, σε οργανικές θέσεις στα δημόσια σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2000 και

β) της υπ’ αριθμ. 87100/Δ2/29.8.2002 αποφάσεως του ιδίου Υπουργού και του κυρωθέντος με την απόφαση αυτή από 29.8.2002 πίνακα διοριστέων (Γ’ 193/29.8.2002), βάσει του οποίου διορίσθηκαν εκπαιδευτικοί των προαναφερόμενων κλάδων σε οργανικές θέσεις στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τους εγγεγραμμένους στους αντίστοιχους κατά κλάδο πίνακες διοριστέων του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999, κατά το μέρος που δεν περιλήφθηκαν στους κυρωθέντες με τις πιο πάνω υπουργικές αποφάσεις πίνακες διοριστέων οι εκκαλούσες.

3. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, οι εκκαλούσες είχαν λάβει μέρος και είχαν, κατ΄ αρχήν, επιτύχει (έλαβαν τη βαθμολογική βάση) στο διαγωνισμό του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) που προκηρύχθηκε το έτος 2000 για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων, των ως άνω κλάδων και για συγκεκριμένο αριθμό θέσεων στα σχολεία της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, λόγω όμως της σειράς εγγραφής τους στους οικείους πίνακες επιτυχόντων, οι οποίοι είχαν, κατά το νόμο, διετή ισχύ, δεν είχαν, μέχρι την έκδοση των προσβληθεισών με την αίτηση ακυρώσεως πράξεων, διορισθεί στις προκηρυχθείσες θέσεις της ειδικότητάς τους.

Με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β του Ν. 3027/2002, στις οποίες, μεταξύ άλλων, στηρίζονται οι προσβληθείσες με την αίτηση ακυρώσεως πράξεις, ορίσθηκε, όπως θα εκτεθεί και κατωτέρω, ότι στις απομένουσες κενές οργανικές θέσεις των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πέραν αυτών που είχαν προσδιορισθεί με την πιο πάνω προκήρυξη, διορίζονται, για το έτος 2002, σε ποσοστό 25% όσοι έλαβαν την βαθμολογική βάση στο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2000, σύμφωνα με τη σειρά κατατάξεώς τους στον οικείο πίνακα και σε ποσοστό 75% οι εγγεγραμμένοι στους πίνακες προσωρινών αναπληρωτών του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999 και σύμφωνα με τη σειρά εγγραφής τους.

Οι εκκαλούσες, αν και υπό το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε πριν από την θέσπιση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 7 του Ν. 3027/2002 δεν θα διορίζονταν στις επίμαχες οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών, αφού αυτές δεν περιλαμβάνονταν στις προκηρυχθείσες θέσεις του πιο πάνω διαγωνισμού, είχαν, κατ΄ αρχήν, έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση των αναφερόμενων στην προηγούμενη σκέψη πράξεων προβάλλοντες αντισυνταγματικότητα των εν λόγω διατάξεων.

Τούτο δε διότι με την αίτηση ακυρώσεως που άσκησαν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου είχαν προβάλει ότι, για να είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα οι προαναφερθείσες διατάξεις, το ποσοστό των διοριζομένων βάσει αυτών από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2000, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι εκκαλούσες, έπρεπε να ορίζεται όχι (μόνο) σε 25% αλλά, τουλάχιστον, σε 90%, στο ποσοστό δηλαδή που προβλεπόταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2525/1997 για το έτος 2002, ότι θα διορίζονται οι επιτυγχάνοντες στο σχετικό διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. στις προκηρυσσόμενες θέσεις, ώστε να καταστεί δυνατός και ο δικός τους διορισμός στις πιο πάνω θέσεις.

Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου και των Συμβούλων Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Χ. Ράμμου, Δ. Μαρινάκη, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Κ.Μ. Κωνσταντινίδου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Ε. Νίκα και Δ. Γρατσία, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, οι εκκαλούσες υπό το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε πριν από τη θέσπιση των αντισυνταγματικών και, συνεπώς, μη εφαρμοστέων, κατά την άποψή τους, διατάξεων του άρθρου 7 του Ν. 3027/2002 δεν θα διορίζονταν στις επίμαχες (πέραν των προκηρυχθεισών) οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών, αλλά είχαν απλή προσδοκία καταλήψεώς τους σε περίπτωση τυχόν συμμετοχής και επιτυχίας τους στον επόμενο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π., εστερούντο εννόμου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, αμέσου και ενεστώτος, για την προσβολή των σχετικών πράξεων προβάλλουσες αντισυνταγματικότητα των τελευταίων ως άνω διατάξεων και, επομένως, η αίτηση ακυρώσεως έπρεπε να απορριφθεί από το Διοικητικό Εφετείο, για το λόγο αυτό, ως απαράδεκτη. Εν όψει των ανωτέρω, η κρινομένη έφεση, όπως, κατά ανωτέρω, έχει περιορισθεί, ασκείται παραδεκτώς.

4. Επειδή, στο άρθρο 15 του Ν. 1566/1985 (Α’ 167) οριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι διορισμοί των εκπαιδευτικών της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης γίνονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων από ετήσιους πίνακες διοριστέων («επετηρίδα») που συντάσσονται στο τέλος κάθε έτους, ότι στους πίνακες αυτούς περιλαμβάνονται όσοι υπέβαλαν αιτήσεις διορισμού μέσα στο ίδιο έτος και με σειρά που καθορίζεται, κατ’ αρχήν, για μεν τους δασκάλους και νηπιαγωγούς από το βαθμό του πτυχίου τους, για δε τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

Περαιτέρω, με το άρθρο 17 του ίδιου Ν. 1566/1985 ορίσθηκε ότι :

«1. Αν για οποιαδήποτε αιτία απουσιάζουν από τα σχολεία εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και αν υπάρχουν άλλες έκτακτες ανάγκες λειτουργίας των σχολείων, οι οποίες δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους, προσλαμβάνονται, με αίτησή τους, προσωρινοί αναπληρωτές με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου από αυτούς που υπέβαλαν αίτηση διορισμού σε θέσεις μόνιμων εκπαιδευτικών.

2 . . .

3. Η πρόσληψη των προσωρινών αναπληρωτών γίνεται με πράξη των αρμόδιων προϊσταμένων των διευθύνσεων πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ύστερα από πρόταση των οικείων περιφερειακών υπηρεσιακών συμβουλίων. Αν υποβληθούν περισσότερες αιτήσεις για τις ίδιες θέσεις, τηρείται η σειρά υποβολής των αιτήσεων για το διορισμό σε θέσεις μόνιμων εκπαιδευτικών . . . Η απόλυση των προσωρινών αναπληρωτών γίνεται αυτοδικαίως με τη λήξη του διδακτικού έτους και χωρίς καμμία αποζημίωση . . .».

Με τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2190/1994 (Α’ 28) συνεστήθη ως ανεξάρτητη Αρχή το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), στο οποίο ανετέθη η αρμοδιότητα του ελέγχου της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν τους διορισμούς και τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. Σκοπός του νόμου αυτού ήταν, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, με την ίδρυση του Α.Σ.Ε.Π. «η απεξάρτηση των προσλήψεων και διορισμών στο δημόσιο τομέα από οποιαδήποτε κυβερνητική ή άλλη παρέμβαση και η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της κοινής γνώμης στον ευαίσθητο αυτό τομέα» και η καθιέρωση συστήματος προσλήψεων «με κύρια χαρακτηριστικά τη διαφάνεια, την αντικειμενικότητα και την αξιοκρατία, υπό την εγγύηση του Α.Σ.Ε.Π.», ενώ, όπως αναφέρεται, περαιτέρω, στην εισηγητική έκθεση, «βασικές μέθοδοι (ή διαδικασίες) του συστήματος προσλήψεων είναι, αφενός ο διαγωνισμός για τις θέσεις των διοικητικών, υπό στενή έννοια, καθηκόντων . . . και αφ’ ετέρου η σειρά (πίνακες) προτεραιότητας, βάσει σαφώς καθορισμένων αξιοκρατικών κριτηρίων για τις λοιπές θέσεις . . .» (βλ. σχετ. άρθρα 15-19 του νόμου).

Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 του εν λόγω Ν. 2190/1994 ορίσθηκαν κατηγορίες δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων που εξαιρούνται από το εισαγόμενο με το νόμο αυτό σύστημα προσλήψεων, είτε γιατί διέπονται από ειδικό συνταγματικό ή νομοθετικό καθεστώς με ειδικές διαδικασίες πρόσληψης, είτε γιατί η φύση των καθηκόντων τους δεν συμβιβάζεται με το σύστημα του νόμου. Στις απαριθμούμενες εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής περιλήφθηκε εξαρχής και η πρόσληψη του εκπαιδευτικού προσωπικού της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (περ. γ), για το οποίο ίσχυε, κατά τα προεκτεθέντα, το σύστημα προσλήψεων με βάση ετήσιους πίνακες διοριστέων («επετηρίδα»).

5. Επειδή, κατά το άρθρο 6 του νεότερου Ν. 2525/1997 «Ενιαίο Λύκειο, πρόσβαση των αποφοίτων του στην Τριτοβάθμιας Εκπαίδευση, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και άλλες διατάξεις» (Α’ 188) ορίσθηκαν τα εξής :

1. Την 31η Δεκεμβρίου 1997 κλείνουν οι πίνακες των διοριστέων εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι υποψήφιοι, που έχουν υποβάλει ή θα υποβάλλουν μέχρι την ημερομηνία αυτή αιτήσεις διορισμού, εγγράφονται στους πίνακες διοριστέων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 1566/1985 (ΦΕΚ 167 Α’) .

2. Κατά τα έτη 1998 μέχρι και 2002 οι διορισμοί εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση γίνονται κατά ένα ποσοστό των πληρουμένων οργανικών θέσεων από τους εγγεγραμμένους στους πίνακες διοριστέων και κατά σειρά εγγραφής τους σε αυτούς και κατά το υπόλοιπο από τους μετέχοντες επιτυχώς σε διαγωνισμό, που διεξάγεται κατά τις επόμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου και κατά την αξιολογική κατάταξη αυτών στους πίνακες επιτυχίας. Τα ποσοστά διορισμού από κάθε κατηγορία ορίζονται, για το έτος 1998 σε 80% και 20% για το έτος 1999 σε 60% και 40%, για το έτος 2000 σε 40% και 60%, για το έτος 2001 σε 20% και 80% για το έτος 2002 σε 10% και 90%, αντίστοιχα, και από το έτος 2003 οι διορισμοί εκπαιδευτικών γίνονται αποκλειστικά από πίνακες που καταρτίζονται ύστερα από διαγωνισμό.

3. Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού προκηρύσσει και διενεργεί, ανά διετία, με αφετηρία το έτος 1998, διαγωνισμό για την κατάρτιση πίνακα διοριστέων εκπαιδευτικών στα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, κατά κλάδους και ειδικότητες που ισχύει για μία διετία. Με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, καθορίζονται τα γνωστικά αντικείμενα που εξετάζονται κατά το διαγωνισμό, καθώς και η ύλη αυτών κατά ειδικότητες.

4. Δεκτοί στο διαγωνισμό είναι οι έχοντες τα ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 12, 13 και 14 του ν. 1566/1985, καθώς και Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας . . .

5. Οι επιτυχόντες στο διαγωνισμό κατατάσσονται κατά τη σειρά βαθμολογίας τους σε πίνακες επιτυχίας, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από τους πίνακες αυτούς γίνονται οι διορισμοί στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κατά την απόλυτη σειρά των υποψηφίων και με βάση τις δηλούμενες προτιμήσεις τους. Επιτυχόντες θεωρούνται εκείνοι των οποίων ο βαθμός σε κάθε μάθημα αντιστοιχεί σε ποσοστό τουλάχιστον 70% της προβλεπόμενης ανώτατης βαθμολογίας. Στους διαγωνισμούς που θα διενεργηθούν κατά τη διάρκεια της πενταετίας 1998-2002, η συνολική βαθμολογία των επιτυχόντων στο διαγωνισμό που υπηρέτησαν ως προσωρινοί αναπληρωτές και ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί στα δημόσια σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εφόσον έχουν συμπληρώσει προϋπηρεσία δύο (2) τουλάχιστον διδακτικών ετών με πλήρες διδακτικό ωράριο, προσαυξάνεται με ποσοστό δύο τοις εκατό (2%), για κάθε διδακτικό έτος. Στις περιπτώσεις διδακτικής προϋπηρεσίας με μειωμένο ωράριο γίνεται αναγωγή στο υποχρεωτικό εβδομαδιαίο ωράριο διδασκαλίας. Η διαμορφούμενη συνολική βαθμολογία προσδιορίζει τη σειρά εγγραφής των υποψηφίων στους πίνακες επιτυχίας.

6 . . .

7. Από το σχολικό έτος 1998-1999, προσωρινοί αναπληρωτές και ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του ν. 1566/1985 και από τους εγγεγραμμένους στους πίνακες των επιτυχόντων στο διαγωνισμό και μη διοριζόμενους σε οργανικές θέσεις. Από το έτος 2003, οι προσλήψεις προσωρινών αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών γίνονται αποκλειστικά από τους πίνακες των επιτυχόντων στο διαγωνισμό υποψήφιων εκπαιδευτικών.

8 . . .».

Όπως συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις του Ν. 2525/1997, βούληση του νομοθέτη υπήρξε η κατάργηση του συστήματος κατάρτισης πινάκων διοριστέων μονίμων εκπαιδευτικών βάσει της σειράς εγγραφής στην οικεία «επετηρίδα» και η αντικατάστασή του με το σύστημα κατάρτισης πινάκων διοριστέων εκπαιδευτικών βάσει της επιτυχίας τους σε διαγωνισμό κατά κλάδο και ειδικότητα.

Τη νομοθετική αυτή επιλογή επέβαλε, μεταξύ άλλων, όπως σημειώνεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, το γεγονός ότι η μακρά αδιοριστία έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα του διδακτικού προσωπικού, με το οποίο στελεχώνονται τα σχολεία, γιατί αυτό αποκόπτεται από τις αρχικές του σπουδές, χάνει το ζήλο και τον ενθουσιασμό που οφείλουν να διακρίνουν τον παιδαγωγό και κοινωνικοποιείται επαγγελματικά σε χώρους που δεν σχετίζονται με το σχολείο, αφού οι περισσότεροι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί ασκούν άλλα επαγγέλματα πριν διοριστούν.

Στα παραπάνω προστίθεται η διαπίστωση ότι οι διορισμοί με βάση την επετηρίδα δεν επιτρέπουν τον έλεγχο των ουσιαστικών προσόντων όσων γίνονται δημόσιοι εκπαιδευτικοί, με αποτέλεσμα, όπως ρητά, περαιτέρω, σημειώνεται στην εισηγητική έκθεση, να διορίζονται, σε μερικές περιπτώσεις, πρόσωπα ακατάλληλα να ασκήσουν το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.

Για τους λόγους αυτούς ο νομοθέτης θεώρησε ότι έπρεπε οι διορισμοί των εκπαιδευτικών να στηρίζονται, στο εξής, σε περισσότερο αξιοκρατικό σύστημα επιλογής, μέσω διαγωνισμού, όπως τούτο, καταρχήν, συμβαίνει με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Ανέθεσε δε τη διενέργεια του διαγωνισμού αυτού στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού που αποτελεί, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα με τον περί αυτού νόμο, ανεξάρτητη αρχή, μη υποκείμενη σε έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλη διοικητική αρχή (αρθρ. 2 Ν. 2190/1994). Σκοπός του νομοθέτη, που κινήθηκε στα πλαίσια των ορισμών των άρθρων 4, 5, 16 και 103 παρ. 1 του Συντάγματος, ήταν να διορίζονται στη δημόσια εκπαίδευση οι περισσότερο καταρτισμένοι και ικανοί εκπαιδευτικοί, μετά από διάγνωση των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων. Για την ομαλή, μάλιστα, μετάβαση στο νέο σύστημα διορισμού, βάσει διαγωνισμού, προβλέφθηκε μεταβατική περίοδος πέντε ετών παράλληλης λειτουργίας των δύο συστημάτων με, διαδοχικά, μειούμενο το ποσοστό των διοριζομένων με βάση την επετηρίδα.

Εξάλλου, ο Ν. 2525/1997 περιέλαβε, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 5 αυτού, κατά την μεταβατική περίοδο της πενταετίας 1998-2002, κατά την οποία θα λειτουργούν παράλληλα τα δύο συστήματα διορισμού των μονίμων εκπαιδευτικών, ειδική ρύθμιση για τους εκπαιδευτικούς που υπηρέτησαν ως προσωρινοί αναπληρωτές στα δημόσια σχολεία της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Συγκεκριμένα, όρισε ότι όσοι εκπαιδευτικοί είχαν συμπληρώσει, με αυτή την ιδιότητα, προϋπηρεσία δύο (2) τουλάχιστον διδακτικών ετών με πλήρες διδακτικό ωράριο, αν λάβουν μέρος επιτυχώς στους διαγωνισμούς που θα διενεργηθούν κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετίας, θα δικαιούνται προσαύξησης της βαθμολογίας τους κατά ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) για κάθε διδακτικό έτος, χωρίς περιορισμό, ως προς το ανώτατο συνολικό ποσοστό της προσαύξησης. Με τα δεδομένα αυτά, ο νομοθέτης δεν εξομοίωσε τους προσωρινούς αναπληρωτές με τους λοιπούς αδιόριστους εκπαιδευτικούς, αλλά διαφοροποίησε τους εκπαιδευτικούς αυτής της κατηγορίας από τους άλλους, με την ενίσχυση της βαθμολογίας τους καθόλη την πιο πάνω μεταβατική περίοδο, διευκολύνοντας, έτσι, τον ταχύτερο διορισμό τους στη δημόσια εκπαίδευση, όπως δε προκύπτει από τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, σκοπός του νομοθέτη του Ν. 2525/1997 ήταν ο διορισμός του συνόλου σχεδόν των εκπαιδευτικών που διετέλεσαν αναπληρωτές, κατά τη διάρκεια της πενταετίας 1998-2002.

Ακολούθησε ο Ν. 2725/1999, με το άρθρο 138 του οποίου ορίσθηκαν τα εξής :

«1. α) Οι εγγεγραμμένοι στους πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών του ν. 1566/1985 μέχρι την 31.12.1997 που έχουν υπηρετήσει ως προσωρινοί αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι στα δημόσια σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του προαναφερθέντος νόμου, καθώς και όσοι έχουν υπηρετήσει με την ίδια ιδιότητα σε τάξεις αθλητικής διευκόλυνσης (Τ.Α.Δ.), εφόσον έχουν συμπληρώσει προϋπηρεσία τουλάχιστον δεκαέξι (16) μηνών μέχρι την 30.6.1998 με πλήρες εβδομαδιαίο υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας ή με μειωμένο ωράριο με αναγωγή στο υποχρεωτικό εβδομαδιαίο ωράριο διδασκαλίας, εντάσσονται σε ενιαίο πίνακα διοριστέων με σειρά που εξαρτάται από την προαναφερθείσα συνολική προϋπηρεσία αυτών την 30.6.1998. Σε περίπτωση ισόχρονης προϋπηρεσίας εντάσσονται με βάση τη σειρά εγγραφής τους στους οικείους πίνακες διοριστέων του ν. 1566/1985. Ο πίνακας αυτός συντάσσεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως από τις αρμόδιες διευθύνσεις προσωπικού πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κυρώνεται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

β) Οι περιλαμβανόμενοι στον ανωτέρω πίνακα προσλαμβάνονται κατά προτεραιότητα ως προσωρινοί αναπληρωτές από το διδακτικό έτος 1999-2000 με δυνατότητα ανανέωσης της σύμβασής τους για καθένα από τα επόμενα διδακτικά έτη μέχρι το 2002-2003 μέχρι την εξάντληση του οικείου πίνακα και εφόσον στο μεταξύ δεν διορισθούν σε θέσεις μόνιμων εκπαιδευτικών κατά τη σειρά εγγραφής τους στους οικείους πίνακες διοριστέων του ν. 1566/1985.

γ) . . .

ζ) Κατά τους διορισμούς του έτους 2003 και εφεξής οι περιλαμβανόμενοι στον πίνακα της περίπτωσης α’, εφόσον στο μεταξύ δεν έχουν διοριστεί σε μόνιμες θέσεις εκπαιδευτικών . . . διορίζονται με τη σειρά εγγραφής τους στον οικείο πίνακα σε κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών και σε ποσοστά που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με βάση το σύνολο των κενών οργανικών θέσεων κατά κλάδο».

Όπως προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις του τελευταίου αυτού Ν. 2725/1999, υπέρ των προσωρινών αναπληρωτών των εγγεγραμμένων στους πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών του Ν. 1566/1985 («επετηρίδα») μέχρι την 31.12.1997 θεσπίσθηκαν δύο βασικές ευνοϊκές ρυθμίσεις :

α) η κατά προτεραιότητα πρόσληψή τους ως προσωρινών αναπληρωτών από το διδακτικό έτος 1999-2000 με δυνατότητα ανανέωσης της σύμβασης για καθένα από τα επόμενα διδακτικά έτη μέχρι το 2002-2003 και μέχρι την εξάντληση του οικείου πίνακα και εφόσον δεν διορισθούν σε θέσεις μονίμων εκπαιδευτικών κατά τη σειρά εγγραφής τους στους οικείους πίνακες διοριστέων του Ν. 1566/1985 και

β) ο διορισμός τους κατά τη σειρά εγγραφής τους στον οικείο πίνακα σε κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών και σε ποσοστά που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με βάση το σύνολο των κενών θέσεων κατά κλάδο από το έτος 2003 και εφεξής. Τη νομοθετική αυτή επιλογή επέβαλε, όπως προκύπτει από τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, το γεγονός ότι, ενόψει των μαζικών προσλήψεων που προωθούσε η Κυβέρνηση στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με τη δημιουργία και λειτουργικών θέσεων και με δεδομένη την ευνοϊκή ρύθμιση που υπήρχε για την κατηγορία αυτή των εκπαιδευτικών με διδακτική εμπειρία στο Ν. 2525/1997 (προσαύξηση βαθμολογίας), οι ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος σε διδακτικό προσωπικό αυξήθηκαν.

Προς τούτο, θεωρήθηκε επιβεβλημένη η συγκρότηση του ενιαίου και προσωποπαγούς αυτού πίνακα, διακριτού από την κανονική επετηρίδα του Ν. 1566/1985, προκειμένου να γίνει μία τελική ρύθμιση για ένα μικρό υπόλοιπο των αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών, οι οποίοι θα απέμεναν αδιόριστοι μετά το 1998. Μετά ταύτα, με τον επακολουθήσαντα νόμο 2834/2000 (Α’ 160) επιχειρήθηκε η μεταρρύθμιση του Ν. 2525/1997 με κύριο στόχο τη βελτίωση της διαδικασίας διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π., προκειμένου να επιτυγχάνεται η πρόσληψη του καλύτερου δυναμικού των εκπαιδευτικών.

Προς το σκοπό αυτό προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, η κατάργηση του συστήματος του ανοικτού διαγωνισμού και η εισαγωγή του κλειστού αριθμού των θέσεων, κατά κλάδο και ειδικότητα, οι οποίες ορίζονται, πλέον, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρο 1 παρ. 3), ρύθμιση η οποία κατέλαβε και τον ήδη, κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου (7.7.2000) προκηρυχθέντα διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. του 2000 (βλ. άρθρο 1 παρ. 4), καθώς και η, συνεπεία της τελευταίας αυτής ρύθμισης, μεταφορά των θέσεων που μένουν ακάλυπτες στις θέσεις που καλύπτονται από τον επόμενο διαγωνισμό (άρθρο 1 παρ. 5).

6. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος «οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το λαό . . . Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο».

Περαιτέρω, με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίσθηκαν τα εξής :

«Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής».

Εξάλλου, στην παρ. 6 του άρθρου 118 του Συντάγματος, η οποία, επίσης, προστέθηκε με το πιο πάνω Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι :

«Προβλεπόμενες ή διατηρούμενες στο νόμο 2190/1994, όπως αυτός ισχύει, εξαιρέσεις από την αρμοδιότητα του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού εξακολουθούν να ισχύουν».

7. Επειδή, με τις πιο πάνω διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, με τις οποίες ορίζεται ότι η πρόσληψη των υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή, βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (Α.Σ.Ε.Π.), κατοχυρώνονται συνταγματικά οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά το διορισμό, μεταξύ άλλων, των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες, άλλωστε, συνάγονται, κατ’ αρχήν και από τις προαναφερθείσες γενικότερες διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου και αποτελούν ειδικότερη έκφραση, στο προκείμενο ζήτημα, της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος).

Ενόψει και των ανωτέρω, η προεκτεθείσα, μεταβατικού χαρακτήρα και εξαιρετική, διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 118 του Συντάγματος πρέπει να ερμηνευθεί στενά, ως έχουσα την έννοια ότι εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση οι προβλεπόμενες στο Ν. 2190/1994 εξαιρέσεις από την αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π., εφόσον όμως αυτές δεν είχαν καταργηθεί ή τροποποιηθεί όχι μόνον άμεσα, με ευθεία αναφορά στις διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά και έμμεσα με μεταγενέστερες νομοθετικές ρυθμίσεις μέχρι την ψήφιση στις 6.4.2001 του αναθεωρημένου Συντάγματος.

Επομένως, για να κριθεί η συμβατότητα με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος μεταγενέστερων της συνταγματικής αναθεωρήσεως νομοθετικών ρυθμίσεων, με τις οποίες μεταβάλλεται ο τρόπος και οι προϋποθέσεις διορισμού των μόνιμων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα ληφθούν υπόψη όχι μόνο η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 2190/1994 που εξαιρούσε τους διορισμούς αυτούς από την αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π., αλλά και η όλη εξέλιξη του νομοθετικού καθεστώτος επί του ζητήματος αυτού και, συγκεκριμένα, οι μεταγενέστερες του νόμου αυτού και προγενέστερες της συνταγματικής αναθεωρήσεως νομοθετικές διατάξεις, με τις οποίες έμμεσα τροποποιήθηκε ή και καταργήθηκε η τελευταία ως άνω διάταξη. Ειδικότερα δε θα ληφθούν, προς το σκοπό αυτό, υπόψη οι προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2525/1997, με τις οποίες καταργήθηκε σταδιακά η επετηρίδα και καθιερώθηκε ο διαγωνισμός υπό την ευθύνη και τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., ως τρόπος διορισμού των εκπαιδευτικών της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και οι εκτεθείσες στην έκτη σκέψη μεταγενέστερες του νόμου αυτού και προγενέστερες της συνταγματικής αναθεωρήσεως σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.

8. Επειδή, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 ψηφίσθηκε ο Ν. 3027/2002 (Α’ 152), με το άρθρο 7 του οποίου ορίσθηκαν τα εξής :

«1. α) Από το έτος 2003 και εφεξής οι διορισμοί εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις κενές οργανικές θέσεις πραγματοποιούνται ως εξής :

αα) σε ποσοστό 75% από όσους επιτυγχάνουν στο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. και κατά τη σειρά της βαθμολογίας και

ββ) σε ποσοστό 25% από όσους είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα αναπληρωτών του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999 και κατά τη σειρά εγγραφής τους. Αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι για διορισμό στην κατηγορία αα’, οι κενές θέσεις πληρούνται, μέχρι να εξαντληθούν, με διορισμό υποψηφίων της κατηγορίας ββ’,

β) . . .

3.α) Για το έτος 2002, στις κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως αυτές είχαν προσδιορισθεί κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2000, διορίζονται όσοι είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα διοριστέων του Α.Σ.Ε.Π., καθώς και όσοι είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα υποψηφίων διοριστέων του Ν. 1566/1985, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2525/1997 (ΦΕΚ 188 Α’).

β) Για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πέραν αυτών που έχουν προσδιορισθεί σύμφωνα με τα παραπάνω, διορίζονται σε ποσοστό επί του αριθμού των θέσεων που θα πληρωθούν :

αα) Όσοι έλαβαν τη βαθμολογική βάση στο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2000, σε ποσοστό 25% και σύμφωνα με τη σειρά κατάταξής τους στον οικείο πίνακα.

ββ) Όσοι είναι εγγεγραμμένοι στους πίνακες προσωρινών αναπληρωτών του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999, σε ποσοστό 75% και σύμφωνα με τη σειρά εγγραφής τους. Αν παραμένουν κενές θέσεις από την κατηγορία αυτή, διορίζονται σε αυτές υποψήφιοι από πίνακα που συντάσσεται με βάση την προϋπηρεσία τους ως προσωρινού αναπληρωτή ή και ωρομίσθιου εκπαιδευτικού σε δημόσια σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και σύμφωνα με τη σειρά εγγραφής τους που εξαρτάται από το σύνολο της προϋπηρεσίας τους,

γγ) . . .».

Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου επί του ως άνω άρθρου, με αυτό ρυθμίζονται, κατ’ αρχάς, σε πάγια βάση τα θέματα διορισμού εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από υποψηφίους που επιτυγχάνουν στο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. και σε ποσοστό 75% των κενών θέσεων και από τους έχοντες μακρά προϋπηρεσία αναπληρωτών σε ποσοστό 25%, ενώ ειδικά για τους διορισμούς του έτους 2002 προβλέπεται ότι οι απομένουσες κενές θέσεις, μετά το διορισμό των επιτυχόντων στο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. και των υποψηφίων της επετηρίδας του Ν. 1566/1985 (ποσοστά 90% και 10%, αντιστοίχως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2525/1997), θα καλυφθούν από υποψηφίους του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. που έλαβαν τη βαθμολογική βάση (ποσοστό 25%) και από υποψηφίους που έχουν μακρά υπηρεσία αναπληρωτή εκπαιδευτικού (πίνακες προσωρινών αναπληρωτών του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999).

9. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β’ εδ. αα’ και ββ’ του Ν. 3027/2002, με τις οποίες προβλέπεται για το επίμαχο έτος 2002 ο διορισμός εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (μόνο) στις απομένουσες κενές οργανικές θέσεις, δηλαδή σε οργανικές θέσεις πέραν αυτών που είχαν προσδιορισθεί κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2000, σε ποσοστό 75% από τους πίνακες προσωρινών αναπληρωτών του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999 και 25% από όσους έλαβαν τη βαθμολογική βάση στον πιο πάνω διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. (για τις προκηρυχθείσες θέσεις, όπως προαναφέρθηκε, προβλέπονται στην περ. α του ίδιου άρθρου τα ποσοστά του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2525/1997 για το έτος 2002, δηλαδή, αντίστοιχα, 90% από το διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. και 10% από την επετηρίδα του Ν. 1566/1985) δεν αντίκεινται ούτε στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 6 και, γενικότερα, στις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας κατά το διορισμό σε θέσεις δημοσίων υπαλλήλων και της ισότητας, ούτε στο άρθρο 16 του Συντάγματος, με το οποίο θεσπίζεται, μεταξύ άλλων, υποχρέωση του Κράτους για παροχή παιδείας στους έλληνες πολίτες.

Τούτο δε διότι, κατ΄ αρχάς, για να κριθεί η συμβατότητα των ως άνω διατάξεων του Ν. 3027/2002 με τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 7 και 118 παρ. 6 του Συντάγματος, πρέπει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη, να ληφθεί υπόψη η όλη νομοθετική εξέλιξη επί του κρισίμου εν προκειμένω ζητήματος και, συγκεκριμένα, οι μεταγενέστερες του Ν. 2190/1994 και προγενέστερες της συνταγματικής αναθεωρήσεως του έτους 2001 σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.

Όπως δε προαναφέρθηκε, ο ίδιος ο νόμοθετης διαφοροποίησε τους εκπαιδευτικούς που είχαν υπηρετήσει ως προσωρινοί αναπληρωτές στα σχολεία της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επιτελούντες έργο όμοιο με εκείνο των λοιπών μόνιμων εκπαιδευτικών, σε σχέση με τους λοιπούς υποψήφιους εκπαιδευτικούς που είχαν απλώς εγγραφεί στους πίνακες διοριστέων (επετηρίδα) του Ν. 1566/1985 και είχαν, πιθανώς, σε περίπτωση μακράς αδιοριοστίας τους, αποκοπεί από τις αρχικές τους σπουδές και κοινωνικοποιηθεί σε άλλους επαγγελματικούς χώρους (βασικός λόγος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, καταργήσεως της επετηρίδας του ν. 1566/1985 με το Ν. 2525/1997).

Ειδικότερα, εκτός της πριμοδοτήσεως της βαθμολογίας τους στους διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π. ανάλογα με την προϋπηρεσία τους, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 2525/1997, προέβλεψε με το άρθρο 138 παρ. 1 περ. ζ του -προηγούμενου της συνταγματικής αναθεωρήσεως-Ν. 2725/1999 το διορισμό τους, με τη σειρά εγγραφής τους στους πίνακες προσωρινών αναπληρωτών του τελευταίου αυτού άρθρου, σε κενές οργανικές θέσεις μόνιμων εκπαιδευτικών και μάλιστα από το έτος (2003), από έτος δηλαδή επόμενο της λήξεως ισχύος της επετηρίδας του Ν. 1566/1985 κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 2525/1997.

Εξάλλου, κατά το επίδικο έτος 2002 ίσχυε, πάντως, ακόμη (για τελευταία φορά) για το διορισμό των μόνιμων εκπαιδευτικών, έστω και σε ποσοστό 10%, η (παλαιά) επετηρίδα του Ν. 1566/1985, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2525/1997, για την εγγραφή στην οποία, μάλιστα, αρκούσε η κατοχή του σχετικού τίτλου σπουδών για διορισμό στον οικείο κλάδο εκπαιδευτικών, ενώ η ειδική επετηρίδα (πίνακες προσωρινών αναπληρωτών) του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999 περιλαμβάνει, κατά τα προεκτεθέντα, υποψηφίους που είχαν επί πλέον σχετικώς μακρά προϋπηρεσία (τουλάχιστον δύο διδακτικών ετών) αναπληρωτών καθηγητών ή δασκάλων και, ως εκ τούτου, διέθεταν εμπειρία και είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, της οποίας, ενόψει αυτού, κατά την κρίση του νομοθέτη ήδη προ της συνταγματικής αναθεωρήσεως του 2001, το συμφέρον και, επομένως, το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται με το διορισμό τους. Η προϋπηρεσία, άλλωστε, και η εμπειρία ως προϋπόθεση για την εισαγωγή ευνοϊκών ρυθμίσεων αποτελούν, κατ΄ αρχήν, κριτήρια, η θέσπιση των οποίων συνάδει με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.

Επομένως, ορθώς –και ανεξαρτήτως ειδικότερης αιτιολογίαςκρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 3027/2002, βάσει των οποίων έγιναν οι διορισμοί με τις προσβληθείσες πράξεις εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν αντίκεινται στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις, οι δε λόγοι εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ν. Μαρκουλάκη, Κ.Μ. Κωνσταντινίδου, Ι. Γράβαρη, Γ. Τσιμέκα, Δ. Γρατσία και Η. Τσακόπουλου, προς την γνώμη των οποίων ετάχθησαν και οι Πάρεδροι, οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β εδ. αα’ και ββ’ του Ν. 3027/2002 αντίκεινται στα άρθρα 103 παρ. 7 και 118 παρ. 6 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και, ως εκ τούτου, δεν είναι εφαρμοστέες, για το λόγο όμως ότι προβλέπουν ότι τα ποσοστά των διοριζομένων μονίμων εκπαιδευτικών για το έτος 2002 ανέρχονται σε 75% από την ειδική επετηρίδα προσωρινών αναπληρωτών του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999 και 25% από τους επιτυχόντες στο διαγωνισμό που διεξήχθη από το Α.Σ.Ε.Π.

Ειδικότερα, κατά τη γνώμη αυτή, ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης με την μεταβατικού χαρακτήρα και εξαιρετική διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 118 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη, θέλησε να διατηρηθούν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 138 του ν. 2725/1999, οι οποίες είχαν εισαγάγει εξαίρεση από την αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π. πριν από την αναθεώρηση του 2001, προβλέποντας ως τρόπο διορισμού των μονίμων εκπαιδευτικών ειδική επετηρίδα που συντάσσεται επί τη βάσει της προϋπηρεσίας τους ως ωρομίσθιων ή αναπληρωτών εκπαιδευτικών στα δημόσια σχολεία.

Η συνταγματική ρύθμιση αυτή απέβλεψε στη διασφάλιση μεταβατικού καθεστώτος που καταλαμβάνει αποκλειστικώς συγκεκριμένο αριθμό εκπαιδευτικών, οι οποίοι είχαν ενταχθεί από τον κοινό νομοθέτη πριν από το 2001 σ΄ ένα σύστημα εισόδου στην εκπαίδευση το οποίο δεν υπάγεται στον κανόνα του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος που επιβάλλει διαγωνισμό ή επιλογή από ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Με τα δεδομένα αυτά, είναι συνταγματικώς ανεκτές οι ως άνω διατάξεις του Ν. 3027/2002, κατά το μέρος που προβλέπουν ότι μπορεί να διορίζονται σε κενές θέσεις εκπαιδευτικών και αυτοί που είναι εγγεγραμμένοι στην ειδική επετηρίδα του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999, το ποσοστό όμως αυτής της κατηγορίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό των διοριζομένων, μέσω της διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π., ενόψει της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 103 που θέτει ως κανόνα, για την πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, το διαγωνισμό ή την επιλογή που διενεργείται από ανεξάρτητη διοικητική αρχή.

Πιο συγκεκριμένα δε το ποσοστό της κατηγορίας των εκπαιδευτικών που διορίζονται επί τη βάσει της ανωτέρω ειδικής επετηρίδας δεν μπορεί να υπερβαίνει το προβλεπόμενο από το άρθρο 6 του Ν. 2525/1997, για το έτος 2002, ποσοστό 10%, έναντι 90% για τους επιτυχόντες μέσω Α.Σ.Ε.Π., το οποίο είχε θεσπιστεί στον πλαίσιο των μεταβατικών διατάξεων του εν λόγω νόμου για την ομαλή μετάβαση από το σύστημα της επετηρίδας στο σύστημα της επιλογής μέσω Α.Σ.Ε.Π. και έβαινε συνεχώς μειούμενο από το έτος 1998 ως το έτος 2002.

Περαιτέρω, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Χ. Ράμμου και Ε. Νίκα, οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β΄ εδ. αα και ββ του Ν. 3027/2002, στις οποίες στηρίζονται οι προβληθείσες με την αίτηση ακυρώσεως των ήδη εκκαλούντων πράξεις και με τις οποίες προβλέπεται ότι το έτος 2002, θα γίνουν διορισμοί των εκπαιδευτικών σε κενές θέσεις, άνευ προκηρύξεως διαγωνισμού, σε ποσοστά 25% από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. και 75% από την ειδική επετηρίδα προσωρινών αναπληρωτών του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999, δεν είναι εφαρμοστέες, ως αντίθετες με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος και τις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας.

Ειδικότερα, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 και την θέση σε ισχύ της παραγρ. 7 πρώτο εδάφιο του άρθρου 103 με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, η πλήρωση κενών οργανικών θέσεων μονίμων υπαλλήλων ή η πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου από φορείς του δημόσιου τομέα που είχαν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π., με βάση το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2190/1994 ή με μεταγενέστερες τροποποιήσεις της ιδίας διατάξεως (βλ. άρθρο 1 Ν. 2527/1997, Φ. Α΄ 206) ή με διατάξεις άλλων νόμων και δεν είχαν εξαιρεθεί από το έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. κατά την έναρξη ισχύος (7.4.2001) της προαναφερόμενης συνταγματικής διατάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 118 παρ. 6 του Συντάγματος, επιβάλλεται να γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή, σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπό τον έλεγχο Ανεξάρτητης Αρχής.

Περαιτέρω, με το άρθρο 6 παρ. 1 και 3 του Ν. 2525/1997 (Α΄ 188) ορίστηκε ότι το Α.Σ.Ε.Π. προκηρύσσει και διενεργεί, ανά διετία, με αφετηρία το έτος 1998, διαγωνισμό για την κατάρτιση πίνακα διοριστέων εκπαιδευτικών στα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, κατά κλάδους και ειδικότητες που ισχύει για μία διετία, η αρμοδιότητα δε αυτή του Α.Σ.Ε.Π. διατηρήθηκε κατά την έναρξη ισχύος της παραγρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος (7.4.2001).

Επομένως, το σύστημα πληρώσεως κενών οργανικών θέσεων μόνιμου ή με σύμβαση προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης διέπεται από την τελευταία συνταγματική διάταξη (πρβλ. ΠΕ 241/2006 Ολομ.). Εν όψει αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β εδάφ. αα και ββ του Ν. 3027/2002, καθ΄ ο μέρος προβλέπουν την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων μονίμων εκπαιδευτικών άνευ προκηρύξεως διαγωνισμού από το Α.Σ.Ε.Π. είναι μη εφαρμοστέες, είναι δε μη νόμιμοι οι πίνακες διοριστέων που καταρτίστηκαν, χωρίς να τηρηθούν οι συνταγματικές εγγυήσεις της προσλήψεως προσωπικού κατόπιν διαγωνισμού ή επιλογής υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.

Τέλος, κατά τη γνώμη του Συμβούλου Γ. Ποταμιά, οι αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β’ εδ. αα και ββ του Ν. 3027/2002, στις οποίες στηρίζονται οι προσβληθείσες με την αίτηση ακυρώσεως των ήδη εκκαλούντων πράξεις και με τις οποίες προβλέπεται ότι οι διορισμοί των μονίμων εκπαιδευτικών στις απομένουσες κενές θέσεις, το έτος 2002, θα γίνουν σε ποσοστά 25% από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. και 75% από την ειδική επετηρίδα προσωρινών αναπληρωτών του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999 δεν είναι εφαρμοστέες ως αντίθετες με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος και τις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας.

Ειδικότερα, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 και την θέση σε ισχύ της παραγρ. 7 πρώτο εδάφιο του άρθρου 103 με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, η πλήρωση κενών οργανικών θέσεων μονίμων υπαλλήλων ή η πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου από φορείς του δημόσιου τομέα που είχαν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π., με βάση το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2190/1994 ή με μεταγενέστερες τροποποιήσεις της ιδίας διατάξεως (βλ. άρθρο 1 Ν. 2527/1997, φ. Α’ 206) ή με διατάξεις άλλων νόμων και δεν είχαν εξαιρεθεί από τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. κατά την έναρξη ισχύος (7.4.2001) της προαναφερόμενης συνταγματικής διατάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 118 παρ. 6 του Συντάγματος, επιβάλλεται να γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή, σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπό τον έλεγχο Ανεξάρτητης Αρχής.

Περαιτέρω, με το άρθρο 6 παρ. 1 και 3 του Ν. 2525/1997 (Α’ 188) ορίστηκε ότι το Α.Σ.Ε.Π. προκηρύσσει και διενεργεί, ανά διετία, με αφετηρία το έτος 1998, διαγωνισμό για την κατάρτιση πίνακα διοριστέων εκπαιδευτικών στα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, κατά κλάδους και ειδικότητες που ισχύει για μία διετία, η αρμοδιότητα δε αυτή του Α.Σ.Ε.Π. διατηρήθηκε κατά την έναρξη ισχύος της παραγρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος (7.4.2001). Επομένως, το σύστημα πληρώσεως κενών οργανικών θέσεων μόνιμου ή με σύμβαση προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης διέπεται από την τελευταία συνταγματική διάταξη (πρβλ. ΠΕ 241/2006 Ολομ.).

Ενόψει αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β εδάφ. αα και ββ του Ν. 3027/2002, καθ’ ο μέρος προβλέπουν την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων μονίμων εκπαιδευτικών κατά 75% από την ειδική επετηρίδα προσωρινών αναπληρωτών του άρθρου 138 του ν. 2725/1999 και 25% από τους επιτυχόντες στο διαγωνισμό που διεξήχθη από το Α.Σ.Ε.Π., είναι μη εφαρμοστέες εν προκειμένω, διότι οι πίνακες διοριστέων καταρτίστηκαν χωρίς να τηρηθούν οι συνταγματικές εγγυήσεις της προσλήψεως προσωπικού κατόπιν διαγωνισμού ή επιλογής υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.

10. Επειδή, τέλος, προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση ότι οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β του Ν. 3027/2002, με τις οποίες προβλέπεται ποσοστό διοριζόμενων το έτος 2002 στις απομένουσες κενές (μη προκηρυχθείσες με το διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2002) οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών 75% από τους εγγεγραμμένους στην ειδική επετηρίδα του άρθρου 138 του Ν. 2725/1999 και μόνο 25% από τους επιτυχόντες στον ως άνω διαγωνισμό αντίκεινται στην συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Και ο λόγος όμως αυτός εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, προεχόντως, διότι, όπως προαναφέρθηκε, υπό το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε πριν τη θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του Ν. 3027/2002 οι επίμαχες, μη προκηρυχθείσες με το διαγωνισμό του έτους 2000, κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών δεν θα καταλαμβάνονταν από τους κατ΄ αρχήν επιτυχόντες (λαβόντες τη βαθμολογική βάση) στο διαγωνισμό αυτό, όπως οι εκκαλούσες, αλλά από αυτούς που θα συμμετείχαν και θα επιτύγχαναν στον επόμενο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π.

11. Επειδή, το Δημόσιο παρέστη και ενώπιον του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου και, συνεπώς, η υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη πρέπει να καθορισθεί το ποσό των εννεακοσίων είκοσι (460+460=920) ευρώ.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου της εφέσεως και

Επιβάλλει συμμέτρως στους εκκαλούσες την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννεακόσια είκοσι (920) ευρώ, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου 2008 και στις 17 Οκτωβρίου 2008

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Δεκεμβρίου 2008.

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας

Γ. Παναγιωτόπουλος Β. Μανωλόπουλος

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!