Grant Thornton Φοροδοξίες, 23.11.2025
Γνωρίζετε ότι...
Ο μέτοχος της εταιρίας που συμμετέχει σε συγχώνευση ή διάσπαση έχει οριστική απαλλαγή από τον φόρο για την υπεραξία που προκύπτει λόγω του μετασχηματισμού εφόσον διακρατά τις μετοχές για τουλάχιστον δύο έτη.
Ειδικότερα, οι μέτοχοι ή εταίροι έχουν οριστική απαλλαγή για την υπεραξία που προκύπτει στο πλαίσιο μετασχηματισμού, μετά από αποτίμηση των εταιρικών συμμετοχών που λαμβάνουν από την λήπτρια στην αγοραία αξία τους. Εντούτοις, η ανωτέρω οριστική απαλλαγή ανατρέπεται στην περίπτωση που ο μέτοχος ή εταίρος μεταβιβάσει τις αποκτώμενες εταιρικές συμμετοχές που έχουν περιέλθει σε αυτόν από την συγχώνευση ή την διάσπαση εντός διετίας από την ολοκλήρωση του μετασχηματισμού. Στην περίπτωση αυτή ως τιμή κτήσης των εταιρικών συμμετοχών αυτών λαμβάνεται υπόψιν η αξία που είχαν οι συμμετοχές αυτές αμέσως πριν από τον μετασχηματισμό - μη λαμβάνοντας υπόψιν την αγοραία αξία τους, όπως αποτιμήθηκε κατά την στιγμή του μετασχηματισμού. Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κανόνας άρσης της απαλλαγής δεν καταλαμβάνει την μετατροπή, όπου ο μέτοχος ή εταίρος απαλλάσσεται από την τυχόν υπεραξία ανεξάρτητα από την μεταγενέστερη και εντός διετίας μεταβίβαση των εταιρικών συμμετοχών (Ε.2088/2025).
Η φορολογική διοίκηση δύναται να προσδιορίζει το πραγματικό τίμημα σε συμβόλαια μεταβίβασης ακινήτων βάσει έμμεσων αποδείξεων και τραπεζικών τεκμηρίων.
Η φορολογική αρχή επέβαλε πρόστιμο σε εταιρία για ανακριβή αναγραφή τιμήματος σε συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου, κρίνοντας ότι το καταχωρισμένο ποσό δεν ανταποκρινόταν στο πραγματικά καταβληθέν τίμημα. Η εταιρία προσέφυγε κατά της πράξης επιβολής προστίμου, υποστηρίζοντας ότι το αναγραφόμενο τίμημα ήταν ορθό και ότι η φορολογική διοίκηση δεν είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει το ποσό βάσει τραπεζικών στοιχείων ή άλλων έμμεσων τεκμηρίων. Το Εφετείο απέρριψε τους κύριους ισχυρισμούς της εταιρίας, επιβεβαιώνοντας την αρμοδιότητα της φορολογικής αρχής, περιορίζοντας ωστόσο το ύψος του προστίμου με βάση τις μεταβατικές διατάξεις της νομοθεσίας που προβλέπουν ευνοϊκότερη κύρωση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την κρίση του Εφετείου, διευκρινίζοντας ότι η φορολογική διοίκηση δεν δεσμεύεται από την αντικειμενική αξία ή το αναγραφόμενο ποσό και μπορεί να στηρίζεται σε τραπεζικά έγγραφα ή άλλα τεκμήρια για τον προσδιορισμό του πραγματικού τιμήματος (ΣτΕ 848/2025).
Σε πενταετή παραγραφή υπάγονται τα στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο αλλοδαπού λογαριασμού εφόσον η Διοίκηση γνώριζε την ύπαρξη του.
Συγκεκριμένα, ο φορολογούμενος, εν προκειμένω, είχε εισαγάγει μεγάλα ποσά στην Ελλάδα, ισχυριζόμενος ότι προέρχονταν από λογαριασμό του στην αλλοδαπή. Η φορολογική αρχή ξεκίνησε έλεγχο, όμως ζήτησε τις κινήσεις των αλλοδαπών λογαριασμών μετά τη λήξη της πενταετίας. Από τα στοιχεία που τελικά έλαβε, προέκυψε ότι τα εμβάσματα δεν αντιστοιχούσαν στον αρχικά δηλωμένο λογαριασμό αλλά σε άλλους συνδεδεμένους λογαριασμούς. Η διοίκηση θεώρησε τα στοιχεία αυτά «συμπληρωματικά» και εξέδωσε πράξη καταλογισμού μετά την πενταετία. Το ΣτΕ, ωστόσο, έκρινε ότι, επειδή η διοίκηση όφειλε να είχε προχωρήσει εγκαίρως στην αναζήτηση των στοιχείων, δεδομένου ότι γνώριζε την ύπαρξη του συγκεκριμένου λογαριασμού, δεν μπορεί εκ των υστέρων να θεωρήσει τα μεταγενέστερα στοιχεία ως «συμπληρωματικά» και να παρατείνει την παραγραφή σε δεκαετία (ΣΤΕ 1413/2025).
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!