Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Δελτία Τύπου - Ανακοινώσεις

ΕΛΣΤΑΤ Έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών - Έτος 2019

ΕΛΣΤΑΤ

Δελτίο Τύπου

Έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών - Έτος 2019

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοινώνει τα αποτελέσματα για τη διαγενεακή μεταβίβαση των οικονομικών και κοινωνικών μειονεκτημάτων, καθώς και την εξέλιξη του εισοδήματος των νοικοκυριών (Ad-Hoc Ενότητα) που προκύπτουν από τα στοιχεία της δειγματοληπτικής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2019. 

Τα στοιχεία για τη διαγενεακή μεταβίβαση των οικονομικών και κοινωνικών μειονεκτημάτων συλλέχθηκαν σε επίπεδο ατόμου-μέλους του νοικοκυριού, ηλικίας 25-59 ετών κατά τη χρονική περίοδο διενέργειας της έρευνας (γεννηθέντες από το έτος 1959 έως και το έτος 1993) που κατά την ηλικία των 14 ετών ζούσαν σε ιδιωτικά νοικοκυριά (πληθυσμός αναφοράς). Η περίοδος αναφοράς είναι όταν το άτομο-μέλος ήταν 14 ετών. Σκοπός είναι η διερεύνηση του κατά πόσο οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των γονέων (επίπεδο εκπαίδευσης, επάγγελμα) επηρεάζουν τον κίνδυνο φτώχειας και τον κοινωνικό αποκλεισμό των παιδιών κατά την ενηλικίωση. 

Αντίστοιχα, τα στοιχεία για την εξέλιξη του εισοδήματος του νοικοκυριού συλλέχθηκαν σε επίπεδο νοικοκυριού και η περίοδος αναφοράς είναι οι δώδεκα (12) μήνες πριν τη διενέργεια της έρευνας.

Α. Διαγενεακή μεταβίβαση οικονομικών και κοινωνικών μειονεκτημάτων 

Τα κυριότερα αποτελέσματα της έρευνας ανά θεματική ενότητα είναι: 

Α1. Σύνθεση νοικοκυριού

  • Το 99,6% του πληθυσμού 25-59 ετών κατά την περίοδο διενέργειας της έρευνας, ζούσε σε ιδιωτικό νοικοκυριό όταν ήταν περίπου 14 ετών, ενώ το 0,4% σε συλλογική κατοικία ή ίδρυμα. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν και παρουσιάζονται στη συνέχεια, αφορούν στα άτομα 25-59 ετών κατά τη διενέργεια της έρευνας, τα οποία στην ηλικία των 14 ετών κατοικούσαν σε ιδιωτικά νοικοκυριά (πληθυσμός αναφοράς).
  • Εκτιμάται ότι για το 98,5% του πληθυσμού αναφοράς, η μητέρα ήταν παρούσα και μέλος του νοικοκυριού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον πατέρα εκτιμάται σε 95,0%. Επίσης, για το 0,8% του πληθυσμού αναφοράς, η μητέρα δεν ήταν παρούσα και μέλος του νοικοκυριού, αλλά είχε επαφή με τον ερευνώμενο, ενώ, το αντίστοιχο ποσοστό για τον πατέρα εκτιμάται σε 2,0% (Πίνακες 1 και 2).
  • Αναφορικά με τον αριθμό των ενηλίκων που ζούσαν στο νοικοκυριό, το μεγαλύτερο ποσοστό, 77,9% του πληθυσμού αναφοράς, διαβιούσε σε νοικοκυριά στα οποία υπήρχαν 2 ενήλικες, ενώ το 8,9% σε νοικοκυριά με 3 ενήλικες και το 7,7% σε νοικοκυριά με 4 ενήλικες. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 75,9%, 11,6% και 7,3% (Πίνακας 3).
  • Αναφορικά με τον αριθμό των παιδιών (συμπεριλαμβανομένου του ερευνώμενου) που ζούσαν στο νοικοκυριό, το μεγαλύτερο ποσοστό, 53,7% του πληθυσμού αναφοράς διαβιούσε σε νοικοκυριά στα οποία υπήρχαν 2 παιδιά, ενώ το 22,9% σε νοικοκυριά στα οποία υπήρχαν 3 παιδιά και το 12,7% σε νοικοκυριά με 1 παιδί. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 50,1%, 23,3% και 16,3% (Πίνακας 4).
  • Τέλος, αναφορικά με τον αριθμό των μελών του νοικοκυριού που εργάζονταν (συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών, καθώς και του ίδιου του ερευνώμενου), το μεγαλύτερο ποσοστό, 48,8% του πληθυσμού αναφοράς διαβιούσε σε νοικοκυριά με 1 εργαζόμενο, ενώ το 47,0% σε νοικοκυριά με 2 εργαζόμενους. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 49,5% και 43,2% (Πίνακας 5). 

Α2. Εκπαίδευση παιδιών σε σχέση με την εκπαίδευση των γονέων 

Α2α. Εκπαίδευση παιδιών σε σχέση με την εκπαίδευση του πατέρα

  • Το 2019 το 57,3% του πληθυσμού αναφοράς εμφάνιζε ανοδική εκπαιδευτική κινητικότητα , έχοντας ολοκληρώσει υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτό του πατέρα, ενώ το 38,3% εμφάνιζε εκπαιδευτική στασιμότητα και το 4,4% καθοδική εκπαιδευτική κινητικότητα. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 58,5%, 37,4% και 4,2% (Πίνακας 6, Γράφημα 1).
  • Το 70,0% των παιδιών που ο πατέρας τους είχε παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης (καμία βαθμίδα, μερικές τάξεις Δημοτικού, Δημοτικό, Γυμνάσιο, Κατώτερη Τεχνική Σχολή) εμφάνιζε ανοδική εκπαιδευτική κινητικότητα, ενώ το 30,0% εκπαιδευτική στασιμότητα. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 68,8% και 31,2% (Πίνακας 6, Γράφημα 1).
  • Το 48,5% των παιδιών που ο πατέρας τους είχε ολοκληρώσει μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης (Λύκειο, Επαγγελματική Σχολή, Τεχνικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο, Δημόσιο ή Ιδιωτικό ΙΕΚ έως 2 έτη) εμφάνιζε ανοδική εκπαιδευτική κινητικότητα, ενώ το 44,7% εκπαιδευτική στασιμότητα και το 6,8%  καθοδική εκπαιδευτική κινητικότητα. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 52,2%, 43,3% και 4,5% (Πίνακας 6, Γράφημα 1).
  • Το 74,7% των παιδιών που ο πατέρας τους είχε ολοκληρώσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (Κολέγιο διάρκειας μεγαλύτερης των 2 ετών, Ανώτερες Σχολές 3ετούς διάρκειας, ΑΤΕΙ, ΤΕΙ, ΚΑΤΕΕ, ΑΣΠΑΙΤΕ, ΑΕΙ, ΑΕΠ, Στρατιωτικές και Λοιπές Ανώτερες Σχολές, Μεταπτυχιακό, Διδακτορικό) εμφάνιζε εκπαιδευτική στασιμότητα, ενώ το 25,3% καθοδική εκπαιδευτική κινητικότητα. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 68,5% και 31,5% (Πίνακας 6).
  • Για το 91,7% του πληθυσμού αναφοράς που έχει παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης, ο πατέρας είχε, επίσης, παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης, για το 7,0% μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης και για το 1,3% υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 95,2%, 3,5% και 1,3% (Πίνακας 7, Γράφημα 2).
  • Για το 22,1% του πληθυσμού αναφοράς που έχει ολοκληρώσει μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης, ο πατέρας είχε, επίσης, ολοκληρώσει μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης, για το 72,1% κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης και για το 5,8% υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 17,7%, 75,4% και 6,9% (Πίνακας 7, Γράφημα 2).
  • Για το 25,4% του πληθυσμού αναφοράς που έχει ολοκληρώσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, ο πατέρας είχε, επίσης, ολοκληρώσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, για το 42,4% κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης και για το 32,2% μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 22,7%, 48,1% και 29,2% (Πίνακας 7, Γράφημα 2). 

Α2β. Εκπαίδευση παιδιών σε σχέση με την εκπαίδευση της μητέρας

  • Το 2019 το 62,0% του πληθυσμού αναφοράς εμφάνιζε ανοδική εκπαιδευτική κινητικότητα, έχοντας ολοκληρώσει υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτό της μητέρας, ενώ το 35,3% εμφάνιζε εκπαιδευτική στασιμότητα και το 2,6% καθοδική εκπαιδευτική κινητικότητα. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 63,1%, 34,6% και 2,4% (Πίνακας 8, Γράφημα 3).
  • Το 71,1% των παιδιών που η μητέρα τους είχε παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης (καμία βαθμίδα, μερικές τάξεις Δημοτικού, Δημοτικό, Γυμνάσιο, Κατώτερη Τεχνική Σχολή), εμφάνιζε ανοδική εκπαιδευτική κινητικότητα, ενώ το 28,9% εκπαιδευτική στασιμότητα. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 69,8% και 30,2% (Πίνακας 8, Γράφημα 3).
  • Το 53,1% των παιδιών που η μητέρα τους είχε ολοκληρώσει μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης (Λύκειο, Επαγγελματική Σχολή, Τεχνικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο, Δημόσιο ή Ιδιωτικό ΙΕΚ έως 2 έτη), εμφάνιζε ανοδική εκπαιδευτική κινητικότητα, ενώ το 42,6% εκπαιδευτική στασιμότητα και το 4,3% καθοδική εκπαιδευτική κινητικότητα. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 56,4%, 39,8% και 3,9% (Πίνακας 8, Γράφημα 3).
  • Το 76,3% των παιδιών που η μητέρα τους είχε ολοκληρώσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (Κολέγιο διάρκειας μεγαλύτερης των 2 ετών, Ανώτερες Σχολές 3ετούς διάρκειας, ΑΤΕΙ, ΤΕΙ, ΚΑΤΕΕ, ΑΣΠΑΙΤΕ, ΑΕΙ, ΑΕΠ, Στρατιωτικές και Λοιπές Ανώτερες Σχολές, Μεταπτυχιακό, Διδακτορικό) εμφάνιζε εκπαιδευτική στασιμότητα, ενώ το 23,7% καθοδική εκπαιδευτική κινητικότητα. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 72,6% και 27,4% (Πίνακας 8, Γράφημα 3).
  • Για το 95,2% του πληθυσμού αναφοράς που έχει παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης, η μητέρα είχε, επίσης, παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης, για το 4,3% μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης και για το 0,6% υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 96,2%, 3,0% και 0,8% (Πίνακας 9, Γράφημα 4).
  • Για το 20,4% του πληθυσμού αναφοράς που έχει ολοκληρώσει μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης, η μητέρα είχε, επίσης, ολοκληρώσει μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης, για το 76,1% κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης και για το 3,6% υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 16,5%, 80,1% και 3,4% (Πίνακας 9, Γράφημα 4).
  • Για το 16,6% του πληθυσμού αναφοράς που έχει ολοκληρώσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, η μητέρα είχε, επίσης, ολοκληρώσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, για το 49,2% κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης και για το 34,2% μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 13,8%, 54,4% και 31,8% (Πίνακας 9, Γράφημα 4). 

Α3. Κύρια ασχολία και επάγγελμα των παιδιών σε σχέση με την κύρια ασχολία και το επάγγελμα των γονέων 

Α3α. Κύρια ασχολία και επάγγελμα των παιδιών σε σχέση με την κύρια ασχολία και το επάγγελμα του πατέρα

  • Για το σύνολο των περιπτώσεων της κύριας ασχολίας του πατέρα, με εξαίρεση την περίπτωση «άνεργος/σε αναζήτηση εργασίας», το υψηλότερο ποσοστό των παιδιών είναι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης, και ακολουθούν οι κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων, ανέργων, ασχολούμενων με οικιακές εργασίες ή/και φροντίδα παιδιών/ηλικιωμένων. Ειδικότερα, για την περίπτωση που ο πατέρας ήταν άνεργος/σε αναζήτηση εργασίας το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών (36,5%) ήταν, επίσης, άνεργοι/σε αναζήτηση εργασίας, ενώ ακολουθεί η περίπτωση των μισθωτών πλήρους απασχόλησης (34,1%) (Πίνακας 10).
  • Όταν ο πατέρας εργαζόταν ως ειδικευμένος γεωργός κτηνοτρόφος, δασοκόμος, αλιέας, ποσοστό που εκτιμήθηκε ότι αντιστοιχούσε στο 28,0% των εργαζομένων ανδρών-γονέων και εμφανίζει τη μεγαλύτερη συχνότητα από τις δέκα βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων σύμφωνα με τη Διεθνή Τυποποιημένη Ταξινόμηση των Επαγγελμάτων ISCO 08, το μεγαλύτερο ποσοστό, 25,9%, των παιδιών, επίσης ήταν ειδικευμένοi γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι, αλιείς. Ακολουθούν οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (19,7%) και οι ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (11,6%). Από την έρευνα του 2011 εκτιμήθηκε ότι ως ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς απασχολούνταν το 29,4% των εργαζόμενων ανδρών-γονέων και το αντίστοιχο μεγαλύτερο ποσοστό επαγγελματικής κατηγορίας των παιδιών εκτιμήθηκε, επίσης, για τους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς και ήταν 20,8% (Πίνακες 12, 13).
  • Όταν ο πατέρας εργαζόταν ως ειδικευμένος τεχνίτης ή ασκών συναφές επάγγελμα, ποσοστό που εκτιμήθηκε ότι αντιστοιχούσε στο 21,1% των εργαζομένων ανδρών-γονέων και εμφανίζει τη δεύτερη μεγαλύτερη συχνότητα από τις δέκα βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων, το μεγαλύτερο ποσοστό, 25,6%, των παιδιών ήταν απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (25,6%), ενώ ακολουθούν οι ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (16,4%) και οι υπάλληλοι γραφείου (14,2%). Από την έρευνα του 2011 εκτιμήθηκε ότι ως ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα απασχολούνταν το 22,4% των εργαζόμενων ανδρών-γονέων των μελών του νοικοκυριού και το αντίστοιχο μεγαλύτερο ποσοστό επαγγελματικής κατηγορίας των παιδιών εκτιμήθηκε, επίσης, για τους ειδικευμένους τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα και ήταν 20,1% (Πίνακες 12, 13).
  • Για τρεις (3) από τις δέκα (10) βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων του πατέρα, παρατηρήθηκε με τη μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες, ότι τα παιδιά ασκούν επάγγελμα της ίδιας κατηγορίας με το γονέα (επαγγελματίες3 , απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές και χειριστές μηχανημάτων εξοπλισμού και συναρμολόγησης) (Πίνακας 12).
  • Για έξι (6) από τις δέκα (10) βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων του πατέρα, παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά ασκούν επαγγέλματα της ίδιας κατηγορίας με τη δεύτερη μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τις άλλες (Πίνακας 12).
  • Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, σημαντικό ποσοστό των παιδιών ακολουθεί αντίστοιχη κατηγορία επαγγέλματος με αυτήν του πατέρα (Πίνακας 12).
  • Από την έρευνα του 2011 προέκυψε ότι για πέντε (5) από τις δέκα (10) βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων του πατέρα, τα παιδιά ασκούσαν επάγγελμα της ίδιας κατηγορίας (επαγγελματίες, απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές, ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι αλιείς, ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα και ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες) (Πίνακας 13). 

Α3β. Κύρια ασχολία και επάγγελμα των παιδιών σε σχέση με την κύρια ασχολία και το επάγγελμα της μητέρας

  • Για το σύνολο των περιπτώσεων της κύριας ασχολίας της μητέρας, το υψηλότερο ποσοστό των παιδιών είναι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης, και ακολουθεί, επίσης για το σύνολο των περιπτώσεων, η κατηγορία των ανέργων/σε αναζήτηση εργασίας. Ειδικότερα, για την περίπτωση που η μητέρα ήταν «άνεργη/σε αναζήτηση εργασίας» το μεγαλύτερο ποσοστό (39,6%) των παιδιών ήταν μισθωτοί πλήρους απασχόλησης (Πίνακας 11).
  • Το υψηλότερο ποσοστό ανέργων/σε αναζήτηση εργασίας (35,1%), προέρχεται από μητέρα, επίσης, άνεργη/σε αναζήτηση εργασίας (Πίνακας 11).
  • Όταν η μητέρα εργαζόταν ως ειδικευμένη γεωργός, κτηνοτρόφος, δασοκόμος, αλιέας, ποσοστό που εκτιμήθηκε ότι αντιστοιχούσε στο 38,1% των εργαζομένων γυναικών-γονέων και εμφανίζει τη μεγαλύτερη συχνότητα από τις δέκα βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων σύμφωνα με τη Διεθνή Τυποποιημένη Ταξινόμηση Επαγγελμάτων ISCO 08, το μεγαλύτερο ποσοστό 25,8%, των παιδιών ήταν, επίσης, ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι, αλιείς. Ακολουθούν οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (19,3%) και οι ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (12,8%). Από την έρευνα του 2011 εκτιμήθηκε ότι ως ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς απασχολούνταν το 43,7% των εργαζόμενων γυναικώνγονέων και το αντίστοιχο μεγαλύτερο ποσοστό επαγγελματικής κατηγορίας των παιδιών εκτιμήθηκε, επίσης, για τους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς και ήταν 22,9% (Πίνακες 14, 15).
  • Όταν η μητέρα εργαζόταν ως απασχολούμενη στην παροχή υπηρεσιών ή πωλήτρια, ποσοστό που εκτιμήθηκε ότι αντιστοιχούσε στο 19,5% των εργαζομένων γυναικών-γονέων και εμφανίζει τη δεύτερη μεγαλύτερη συχνότητα από τις δέκα βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων, το μεγαλύτερο ποσοστό, 32,2%, των παιδιών ήταν, επίσης, απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές. Ακολουθούν οι επαγγελματίες (20,3%) και οι υπάλληλοι γραφείου (13,0%). Από την έρευνα του 2011 εκτιμήθηκε ότι στην παροχή υπηρεσιών και ως πωλήτριες απασχολούνταν το 11,7% των εργαζόμενων γυναικών-γονέων και το αντίστοιχο μεγαλύτερο ποσοστό επαγγελματικής κατηγορίας των παιδιών εκτιμήθηκε για τους υπάλληλους γραφείου και ήταν 19,7% (Πίνακες 14, 15).
  • Για πέντε (5) από τις δέκα (10) βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων της μητέρας, παρατηρήθηκε με τη μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες, ότι τα παιδιά ακολουθούν επαγγέλματα  της ίδιας κατηγορίας με τη μητέρα (επαγγελματίες, τεχνολόγοι και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές, ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς και χειριστές μηχανημάτων εξοπλισμού και συναρμολόγησης (Πίνακας 14).
  • Για τέσσερεις (4) από τις δέκα (10) βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων της μητέρας, παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά ασκούν επαγγέλματα της ίδιας κατηγορίας με τη δεύτερη μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τις άλλες (Πίνακας 14).
  • Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, σημαντικό ποσοστό των παιδιών ακολουθεί αντίστοιχη κατηγορία επαγγέλματος με αυτήν της μητέρας (Πίνακας 14).
  • Από την έρευνα του 2011 προέκυψε ότι για τρεις (3) από τις δέκα (10) βασικές κατηγορίες επαγγελμάτων της μητέρας, τα παιδιά ασκούσαν επάγγελμα της ίδιας κατηγορίας (επαγγελματίες, ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι αλιείς, ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα) (Πίνακας 15). 

Α4. Οικονομική Κατάσταση του νοικοκυριού 

Αναφορικά με χαρακτηριστικά που περιγράφουν την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού παρατηρούνται τα ακόλουθα:

  • Το 84,7% του πληθυσμού αναφοράς ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία. Το αντίστοιχο ποσοστό από την έρευνα του 2011 ήταν 81,9% (Πίνακας 16, Γράφημα 5).
  • Για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών στα οποία ζούσαν, το 41,6% του πληθυσμού αναφοράς δήλωσε ότι αυτή ήταν σχετικά καλή, ενώ ακολουθούν με ποσοστό 26,3% η καλή οικονομική κατάσταση και με 14,5% η σχετικά κακή οικονομική κατάσταση. Τα αντίστοιχα ποσοστά από την έρευνα του 2011 ήταν 40,1%, 20,1% και 17,7% (Πίνακας 17, Γράφημα 6).
  • Σχετικά με την οικονομική δυνατότητα των νοικοκυριών τα καλύπτουν τις ανάγκες των παιδιώνμελών τους:
    • Για τις βασικές σχολικές ανάγκες (βιβλία και λοιπός σχολικός εξοπλισμός), το 87,3% του πληθυσμού αναφοράς δήλωσε ότι το νοικοκυριό τους μπορούσε να τις καλύψει, ενώ για το 11,6% το νοικοκυριό δεν είχε την οικονομική δυνατότητα και για το 1,1% δεν μπορούσε να τις καλύψει για άλλους λόγους (Πίνακας 18).
    • Για την παροχή ενός τουλάχιστον γεύματος την ημέρα, το οποίο περιλάμβανε κρέας, κοτόπουλο, ψάρι (ή λαχανικά ίσης αξίας για χορτοφάγους), το 84,6% του πληθυσμού αναφοράς δήλωσε ότι το νοικοκυριό τους μπορούσε να το προσφέρει, ενώ για το 13,8% το νοικοκυριό δεν είχε την οικονομική δυνατότητα και για το 1,6% δεν μπορούσε να το παρέχει για άλλους λόγους (Πίνακας 18).
    • Για τις διακοπές διάρκειας τουλάχιστον μίας εβδομάδας ετησίως, το 48,0% του πληθυσμού αναφοράς δήλωσε ότι το νοικοκυριό τους μπορούσε να τις προσφέρει, ενώ για το 37,7% το νοικοκυριό δεν είχε την οικονομική δυνατότητα και για το 4,3% δεν μπορούσε να τις προσφέρει για άλλους λόγους (Πίνακας 18). 

Β. Εξέλιξη του εισοδήματος του νοικοκυριού 

Τα κυριότερα αποτελέσματα σχετικά με την εξέλιξη του εισοδήματος του νοικοκυριού τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες πριν τη διενέργεια της έρευνας είναι τα ακόλουθα:

  • To 8,3% των νοικοκυριών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε ότι το εισόδημά του αυξήθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, το 85,8% ότι έμεινε στάσιμο και το 5,9% ότι μειώθηκε (Πίνακας 19).
  • Για τα νοικοκυριά που δήλωσαν αύξηση του εισοδήματός τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, ως σημαντικότερος λόγος, με ποσοστό 45,4%, αναφέρθηκε η αύξηση ωρών εργασίας/αύξηση μισθού (στον ίδιο εργοδότη), ενώ ακολουθούν με 21,8% η εύρεση εργασίας/αλλαγή επαγγέλματος ή εργοδότη και με 13,8% η αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων (Πίνακας 20).
  • Για τα νοικοκυριά που δήλωσαν μείωση του εισοδήματός τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, ως σημαντικότερος λόγος, με ποσοστό 27,4% αναφέρθηκε η μείωση ωρών εργασίας/μείωση μισθού (στον ίδιο εργοδότη), περιλαμβανομένης και της αυτοαπασχόλησης (επιβεβλημένη από τις συνθήκες μείωσης των ωρών αυτοαπασχόλησης), ενώ ακολουθούν με 22,8% η περικοπή κοινωνικών επιδομάτων και με 22,6% η απόλυση (απώλεια εργασίας)/ανεργία/πτώχευση επιχείρησης που ανήκει σε μέλος του νοικοκυριού (Πίνακας 21).
  • Τέλος, αναφορικά με το πώς αναμένεται από τα μέλη των νοικοκυριών να εξελιχθεί το εισόδημά τους σε 12 μήνες από τη διενέργεια της έρευνας, το 22,6% απάντησε ότι εκτιμά βελτίωση, το 8,6% μείωση και το 68,8% ότι αναμένει αυτό να παραμείνει στα ίδια επίπεδα (Πίνακας 22).

Διαβάστε αναλυτικά το δελτίο τύπου της ΕΛΣΤΑΤ εδώ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!