Ernst & Young Υπόθεση όλων μας τα ζητήματα επιχειρηματικής ηθικής, διαφθοράς και απάτης
Του Γιάννη Δρακούλη *
Η τελευταία έκδοση της τακτικής έρευνας της ΕΥ, Global Fraud Survey, έφερε ξανά στην επικαιρότητα το ζήτημα της εταιρικής απάτης και διαφθοράς. Παρά την οριακή βελτίωση ορισμένων επιμέρους δεικτών, το πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει οξύ, με το 38% των στελεχών επιχειρήσεων να εξακολουθεί να θεωρεί ότι οι πρακτικές δωροδοκίας και διαφθοράς είναι διαδεδομένες στη χώρα του, ποσοστό ελάχιστα μειωμένο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Η έλλειψη ουσιαστικής βελτίωσης είναι ανησυχητική, αν σκεφτεί κανείς ότι τα τελευταία χρόνια η νομοθεσία παγκοσμίως έχει αυστηροποιηθεί σημαντικά, ενώ, από το 2012, έχουν επιβληθεί πρόστιμα που ξεπερνούν τα 11 δισ. δολάρια.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό όσων θεωρούν διαδεδομένα τα φαινόμενα διαφθοράς μειώθηκε στο 46%, εμφανώς βελτιωμένο έναντι ποσοστών 81% (2017), 62% (2016) και 69% (2015) που είχε καταγράψει η αντίστοιχη έρευνα τα τελευταία τρία χρόνια. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό εξακολουθεί να κατατάσσει τη χώρα μας στην ίδια κατηγορία με τις αναδυόμενες αγορές (52%) και πολύ μακριά από τις αναπτυγμένες αγορές (20%) ή τη Δυτική Ευρώπη (21%). Δυστυχώς, η παρατήρηση αυτή ισχύει για τις περισσότερες επιμέρους απαντήσεις της έρευνας, με την Ελλάδα να κινείται κατά κανόνα σε επίπεδα τα οποία απέχουν αρκετά από εκείνα των αναπτυγμένων χωρών, με τις οποίες θα θέλαμε να συγκρινόμαστε.
Παρά τη βελτίωση της Ελλάδας στο κατά πόσο θεωρούνται διαδεδομένα τα φαινόμενα διαφθοράς, τα ποσοστά παραμένουν υψηλά. Η οικονομική κρίση και η συνακόλουθη πίεση στα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων αποτελεί ίσως μια εξήγηση, ή, ενδεχομένως, μια δικαιολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον αναφέρεται ως η σημαντικότερη απειλή για τις επιχειρήσεις από το 48% όσων συμμετείχαν στην έρευνα. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι το 20% των στελεχών στην Ελλάδα απαντά ότι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η δωροδοκία με τη μορφή πληρωμής μετρητών, αν αυτό θα βοηθούσε μια επιχείρηση να επιβιώσει. Το ποσοστό αυτό είναι κατά πολύ υψηλότερο από αυτό της Δυτικής Ευρώπης (5%), αλλά και του συνόλου του δείγματος (13%).
Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά τη γενικευμένη αντίληψη ότι τα φαινόμενα διαφθοράς είναι διαδεδομένα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις άλλες χώρες, τα στελέχη στην πλειοψηφία τους θεωρούν ότι οι επιχειρήσεις έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ότι υπάρχουν σαφείς ποινές για παραβίαση των σχετικών πολιτικών της επιχείρησής τους και ότι στο παρελθόν έχουν επιβληθεί οι αντίστοιχες κυρώσεις. Συγχρόνως, τα στελέχη που μετείχαν στην έρευνα αναγνωρίζουν – καταγράφοντας μάλιστα υψηλά ποσοστά – ότι η προσήλωση και η δέσμευση σε μια εταιρική πολιτική ακεραιότητας αποφέρει οφέλη για την επιχείρηση ως προς την αντίληψη των πελατών, του κοινού και των μετόχων, αλλά και ως προς τις οικονομικές επιδόσεις της επιχείρησης.
Η αντίφαση αυτή επιβεβαιώνεται και από τη δυσαρμονία μεταξύ των σχετικά υψηλών ποσοστών των στελεχών που θεωρούν διαδεδομένη τη διαφθορά στη χώρα τους, και τα πολύ χαμηλότερα (8% στην Ελλάδα και 11% στο σύνολο του δείγματος) που αναφέρουν ότι έχουν υπάρξει κρούσματα απάτης στη δική τους επιχείρηση κατά την τελευταία διετία. Φαίνεται ότι και στο ζήτημα της διαφθοράς ισχύει ο κανόνας ότι όλοι προτιμάμε να βλέπουμε τα λάθη των άλλων.
Ίσως το πιο ανησυχητικό εύρημα της έρευνας για τη χώρα μας είναι αυτό που αφορά στην απόδοση των ευθυνών για τα φαινόμενα διαφθοράς. Στην ερώτηση «ποιον βαρύνει η ευθύνη να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι συμπεριφέρονται με ακεραιότητα;», η πλειοψηφία των ερωτηθέντων στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες του δείγματος, αναφέρει πρώτα τη διοίκηση. Ενώ, όμως, στις περισσότερες χώρες η δεύτερη δημοφιλέστερη απάντηση είναι ότι αυτό αποτελεί και προσωπική ευθύνη, στην Ελλάδα, η απάντηση αυτή συγκεντρώνει μόλις το 8% των απαντήσεων. Είναι σαφές ότι χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη για να εδραιωθεί η αντίληψη ότι η αντιμετώπιση της διαφθοράς και της απάτης αποτελεί υπόθεση όλων μας.
Η προσήλωση σε ορισμένους βασικούς κανόνες επιχειρηματικής ηθικής δεν τονώνει μόνο την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς την επιχειρηματικότητα, αλλά, παράλληλα, ενισχύει και τις αναπτυξιακές προοπτικές των ίδιων των επιχειρήσεων. Την ώρα που η χώρα μας αναζητά ένα νέο υγιές πρότυπο επιχειρηματικότητας, η μάχη για την αντιμετώπιση της επιχειρηματικής απάτης μας αφορά όλους.
Ο Γιάννης Δρακούλης είναι Associate Partner, Επικεφαλής του Τμήματος Υπηρεσιών Ειδικών Ερευνών και Εταιρικής Συμμόρφωσης της ΕΥ Ελλάδος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!