Μικρά Σημειώματα Φορολογίας Φοροδιαφυγή και έκδοση αποδείξεων. Κίνητρα και καλλιέργεια ενδιαφέροντος.
του Δημήτρη Σταματόπουλου,
Συγγραφέα Φορολογικού Δικαίου,
επ. Γενικού Διευθυντή Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών
Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
Η φοροδιαφυγή υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων, συνεχίζεται και θα συνεχίζεται παγκοσμίως. Η φοροδιαφυγή πιστεύουμε ότι δεν πατάσσεται, αλλά επιβάλλεται και πρέπει να περιορίζεται. Ο στόχος πρέπει να είναι ο περιορισμός της προκειμένου να βελτιώνονται τα έσοδα αλλά και ο υγιής ανταγωνισμός, γιατί η φοροδιαφυγή λειτουργεί σε βάρος των σωστά λειτουργούντων επιχειρήσεων και εν γένει των φορολογουμένων.
Η στατιστική και οι γενικές μετρήσεις είναι βέβαιο ότι δεν είναι πάντοτε απόλυτα ακριβείς αλλά δείχνουν και προσεγγίζουν μέσους όρους και αποτελούν πηγή για μεγαλύτερη εξειδίκευση. Όταν δε, γίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για όλες τις χώρες έχουν επιπλέον ένα μεγάλο συγκριτικό ενδιαφέρον γιατί προκύπτουν οι διαφορές και οι διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Έτσι στην τελευταία δημοσιευμένη μελέτη (Σεπτέμβριος 2017) για το 2015 από την ΕΕ προκύπτουν τα ακόλουθα:
Το συνολικό εκτιμώμενο ποσό των διαφυγόντων εσόδων στην ΕΕ από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) το 2015, ανήλθε στα 152 δις.
Στην Ελλάδα το «έλλειμμα ΦΠΑ» την ίδια χρονιά υπολογίζεται στα 5 δισ. ευρώ το οποίο είναι το τρίτο μεγαλύτερο σε ποσοστό (28,3%) στην ΕΕ, μετά τη Ρουμανία (37,2%) και τη Σλοβακία (29,4%).
Ακόμα σημειώνεται ότι στην Ελλάδα λόγω της κρίσης αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ με θεωρητική επιβάρυνση 1 δις. ευρώ. Ωστόσο, τα πραγματικά έσοδα αυξήθηκαν μόνο κατά 200 εκατ. ευρώ. Ως εκ τούτου, το χάσμα ΦΠΑ αυξήθηκε κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, από 25% σε 28%.
Σε απόλυτους όρους, το υψηλότερο έλλειμμα ΦΠΑ, ύψους 35 δισ. ευρώ, σημειώθηκε στην Ιταλία. Το έλλειμμα ΦΠΑ μειώθηκε στα περισσότερα κράτη-μέλη, με τη μεγαλύτερη βελτίωση στη Μάλτα, τη Ρουμανία και την Ισπανία. Επτά κράτη-μέλη σημείωσαν μικρές αυξήσεις: Το Βέλγιο, η Δανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, το Λουξεμβούργο, η Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Με αφορμή τα στοιχεία αυτής της δημοσιευμένης μελέτης και βλέποντας την πραγματικότητα, θέλουμε να επισημάνουμε την εμφανή μείωση ενδιαφέροντος για την παραλαβή αποδείξεων εκ μέρους των πολιτών της χώρας μας.
Στην Ελλάδα τα τελευταία 25 σχεδόν χρόνια, με έντονες διακυμάνσεις, έχει ακολουθηθεί μια πολιτική ενίσχυσης του ενδιαφέροντος των πολιτών για τη λήψη αποδείξεων. Θυμίζω την καμπάνια του Υπουργείου Οικονομικών το 1992-1993 με το διαφημιστικό spot που κατέληγε στο «Αγαπάς την Ελλάδα;… Απόδειξη», το 2010-2011 με άλλο spot που έδειχνε ένα μικρό παιδάκι που κάνοντας τον έμπορο έλεγε : «θέλεις απόδειξη ή να στα δώσω μαύγα» (μαύρα). Για να παρακινηθεί ο κόσμος να ζητάει αποδείξεις δόθηκε, μάλιστα, και μια μεγάλη μείωση φόρου εισοδήματος (από την οποία το Δημόσιο δεν έχασε γιατί απέδωσαν τα ίδια σχεδόν ποσά οι εισπράξεις του ΦΠΑ) αλλά επικρίθηκε γενικά ως υπερβολική.
Τα έσοδα του Δημοσίου εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, καθοριστικός όμως είναι η έκδοση των φορολογικών στοιχείων, αλλά ειδικά στον ΦΠΑ εξαρτώνται απόλυτα από την έκδοση των αποδείξεων προς το καταναλωτικό κοινό.
Για το λόγο αυτό επιβάλλεται να υφίστανται κίνητρα συμμετοχής του πολίτη στη λήψη αποδείξεων, πολύ δε περισσότερο όταν στην παρούσα φάση οι συντελεστές φορολογίας και οι ασφαλιστικοί συντελεστές αθροιστικά λαμβανόμενοι δημιουργούν κίνητρο υπέρ της φοροδιαφυγής.
Τονίζουμε ότι κανένα μέτρο δεν αποτελεί πανάκεια, κανένα μέτρο από μόνο του δεν λύνει το πρόβλημα, γιατί πολύ απλά το θέμα της φοροδιαφυγής είναι πολυσύνθετο. Το κάθε μέτρο όμως συμβάλει και οδηγεί προς τον στόχο, κατά την αναλογία του, και όταν βέβαια υπάρχει συνέπεια στην εφαρμογή, τότε καλλιεργούνται και συνειδήσεις στις ερχόμενες γενιές.
Μια ιδέα κληρώσεων με μορφή λαχείου σε όσους λαμβάνουν αποδείξεις διακινήθηκε για πρώτη φορά στο Υπουργείο Οικονομικών το 2011, αλλά τότε υπήρχε και το bonus των εκπτώσεων φόρου από τη συγκέντρωση αποδείξεων. Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του «λαχείου» σκεφτόμουν από τότε θα πρέπει να είναι η διαρκής διαφημιστική παρακίνηση στη συνευθύνη όλων στην έκδοση αποδείξεων και η ενημέρωση τους σχετικά με το τι σημαίνει η μη έκδοση!
Στη παρούσα φάση «λόγω της οικονομικής κρίσης» έχει εγκαταλειφθεί το μέτρο της χορήγησης εκπτώσεων φόρου μέσω της συγκέντρωσης αποδείξεων (ακόμα και στις ιατρικές δαπάνες). Επανερχόμενη η ιδέα των κληρώσεων, για να βρεθεί ένα αντίβαρο, ορθά θεσπίζονται κληρώσεις, ένα είδος λαχείου όπως προαναφέραμε, για τις αγορές όμως μόνο μέσω καρτών με στόχο στην αύξηση χρήσης πλαστικού χρήματος που οδηγεί στην εμφάνιση των εσόδων. Επιβάλλεται όμως να λάβουμε υπόψη μας ότι τεράστιος αριθμός συναλλαγών διενεργείται με μετρητά και ο καταναλωτής στις περιπτώσεις αυτές δεν έχει κανένα κίνητρο να ζητάει απόδειξη (αντιθέτως θα λέγαμε).
Προτείνουμε να βρεθεί τεχνική λύση για να συμμετέχουν και οι αποδείξεις εκτός των καρτών (με μικρότερη ίσως αναλογία από αυτές των καρτών για να παραμένει αυξημένο το κίνητρο υπέρ αυτών). Μια ιδέα που είχε διακινηθεί ήταν να στέλνεται από όποιον αγοραστή επιθυμεί με δωρεάν μήνυμα, σε βάση του Υπουργείου, ο αριθμός της απόδειξης και ο ΑΦΜ του εκδότη. Μια άλλη ιδέα (που προέκυψε σε συζήτηση με τους συνεργάτες μου) είναι να δημιουργηθεί μια σελίδα στην ΑΑΔΕ όπου θα μπαίνουν μέσω internet όποιοι επιθυμούν και θα καταχωρούν τα στοιχεία της απόδειξης. Ιδέες είναι βέβαιο ότι μπορούν να βρεθούν και να λειτουργήσουν, αλλά απαιτείται όταν τίθενται σε εφαρμογή να έχουν διάρκεια.
Γενικά επιβάλλεται στο σκάκι της φορολογίας να αναζητούνται διαρκώς λύσεις, με σκοπό να μειωθεί η φοροδιαφυγή, να βελτιώνεται ο υγιής ανταγωνισμός και να τονίζεται διαρκώς ο γενικός στόχος.
Ας; μου δώσει κι εμένα ως ελεύθερο επαγγελματία, αφορολόγητο, και μετά ας με υποχρεώσει να πληρώνω με τον ίδιο τρόπο.
Το γεγονός απο την άλλη πλευρά οτι θα πρέπει ο μισθωτός με εισόδημα άνω των 30.000 να ξοδεύει υποχρεωτικά το 20% του εισοδήματός του σε αγορές με πλαστικό χρήμα, διαφορετικά επιβαρύνεται με φόρο 22%, μάλλον για επιβολή επι πλέον φόρου στους "έχοντες" μου φαίνεται παρά σαν προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής, απο την στιγμή που οι έχοντες εισοδήματα απο άλλες πηγές δεν έχουν παρόμοια υποχρέωση. Στην πράξη δεν πιάνονται αυτά τα όρια.