Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Αποφάσεις - Εγκύκλιοι

ΠΟΛ. 1068/15-3-1999 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων των Ν.2648-1998 και Ν.2682-1999 και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή τους

ΥΠΟΙΚ 1027814/1078/ΔΕ-Α/ΠΟΛ.1068/15.3.1999 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων των Ν.2648/1998 και Ν.2682/1999 και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή τους.

Σας κοινοποιούμε διατάξεις των άρθρων 29, 32, 34 και 35 του Ν.2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α`/22.10.1998) και 28 του Ν.2682/1999 (ΦΕΚ 16/Α`/8.2.1999) και παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.

Αρθρο 29 του Ν.2648/1998 και παρ. 8 του άρθρου 28 του Ν.2682/1999

Τροποποίηση Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας - Κατάργηση Δικαστικού Συμβιβασμού

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 29 του Ν.2648/1998 αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 165 του Ν.4125/1960 (Π.Δ.331/1985), όπως αυτό ισχύει.

Οι διατάξεις αυτές, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 48 του ίδιου Ν.2648/1998, ισχύουν από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 1 Δεκεμβρίου 1998.

Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, σε έφεση υπόκεινται πλέον οι οριστικές αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων αν το ποσό της διαφοράς υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δρχ. (από 200.000 δρχ. που ήταν μέχρι τώρα), χωρίς στο ποσό αυτό να συνυπολογίζονται οι πρόσθετοι φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις.

Είναι φανερό ότι η επελθούσα μεταβολή αποσκοπεί στην ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων με μικρές φορολογικές διαφορές, στη συντόμευση του χρόνου είσπραξης των απαιτήσεων του Δημοσίου και στη σημαντική μείωση της απασχόλησης των Υπηρεσιών και κυρίως των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Σημειώνεται ότι, κατά πάγια δικαστηριακή νομολογία, κρίσιμος χρόνος για την κρίση περί του εκκλητού ή μη μιας πρωτόδικης απόφασης είναι ο χρόνος δημοσίευσής της.

Κατά συνέπεια, πρωτόδικες οριστικές αποφάσεις που δημοσιεύονται από 1 Δεκεμβρίου 1998 και μετά δεν υπόκεινται σε έφεση αν το ποσό της διαφοράς, στο οποίο δεν συνυπολογίζονται οι πρόσθετοι φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, είναι μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) δρχ.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν.2648/1998, οι οποίες, επίσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου, ισχύουν από 1 Δεκεμβρίου 1998, καταργήθηκαν τα άρθρα 1 του Ν.Δ.4600/1966 και 71 του Ν.2238/1994, δηλαδή καταργήθηκαν οι διατάξεις που προέβλεπαν τη δυνατότητα πραγματοποίησης δικαστικού συμβιβασμού.

Συνεπώς, από 1 Δεκεμβρίου 1998 και μετά δεν υπάρχει, κατ` αρχήν, δυνατότητα πραγματοποίησης δικαστικού συμβιβασμού, εκτός από τις περιπτώσεις που ρητά προβλέπεται η δυνατότητα αυτή από άλλες διατάξεις του Ν.2648/1998 (παρ. 9, 10 και 13, άρθρου 32, άρθρο 37 και άρθρο 42).

Επισημαίνεται ότι η κατάργηση των διατάξεων που προβλέπουν τη δυνατότητα δικαστικού συμβιβασμού από 1 Δεκεμβρίου 1998 ισχύει και για τις υποθέσεις του άρθρου 11 της ΠΟΛ.1144/1998 ΑΥΟ που εκκρεμούν ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Κατά συνέπεια, η μη ταυτόχρονη περαίωση των καταλογιστικών πράξεων που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 10 και στην παρ. 1 του άρθρου 11 της ανωτέρω ΑΥΟ (ΠΟΛ. 1144/1998), δεν αποτελεί πλέον λόγο αδυναμίας επίλυσης των λοιπών διαφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12 της ίδιας ανωτέρω απόφασης.

Σημειώνεται, όμως, ότι οι παραπάνω οδηγίες αφορούν μόνο τις εκκρεμείς υποθέσεις που περιήλθαν στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Δικαστηρίων μετά τις 22 Οκτωβρίου 1998, καθόσον ήδη, με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 28 του Ν.2682/1999 (ΦΕΚ 16/Α`/8.2.1999) "Διαρρυθμίσεις στη φορολογία των αυτοκινήτων οχημάτων και άλλες διατάξεις", οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 36 του ίδιου νόμου, ισχύουν από 16 Νοεμβρίου 1998, συμπληρώθηκαν οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν.2648/1998 και δόθηκε εξάμηνη παράταση της δυνατότητας πραγματοποίησης δικαστικού συμβιβασμού, αρχομένη από τις 1 Δεκεμβρίου 1998, ειδικά επί των υποθέσεων που ήταν εκκρεμείς ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων κατά τις 22 Οκτωβρίου 1998, ημερομηνία δημοσίευσης του Ν.2648/1998 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Συνεπώς, μέχρι το τέλος Μαϊου 1999, εξακολουθεί να είναι δυνατός ο δικαστικός συμβιβασμός επί υποθέσεων που ήταν εκκρεμείς ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων κατά τις 22 Οκτωβρίου 1998, ενώ για τις ίδιες υποθέσεις και για το ίδιο διάστημα εξακολουθεί να έχει πλήρη εφαρμογή και το άρθρο 11 της ΠΟΛ.1144/1998 ΑΥΟ.

Αρθρο 32 του Ν.2648/1998

Θέματα φορολογικών ελέγχων

1. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 32 του Ν.2648/1998, προστέθηκαν δύο νέα εδάφια στην παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997 μετά το δεύτερο εδάφιο αυτής.

Σύμφωνα με τα νέα εδάφια, το προβλεπόμενο από την ως άνω παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997 ποσοστό του 1/5 επί του οφειλόμενου κύριου και πρόσθετου φόρου ή προστίμου μπορεί να καταβάλλεται και εντός των δύο (2) επόμενων από της υπογραφής του συμβιβασμού εργάσιμων για τις ΔΟΥ ημερών, γενομένης σχετικής μνείας στο έγγραφο του συμβιβασμού για την υποχρέωση αυτή του υπόχρεου.

Σε περίπτωση μη καταβολής από τον υπόχρεο εντός της παραπάνω προθεσμίας του κατά τα ανωτέρω ποσοστού φόρου ή προστίμου, τότε ο επιτευχθείς συμβιβασμός ανατρέπεται, θεωρούμενος πλέον ως μη γενόμενος.

Ετσι, εναρμονίζονται οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997 με τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 14 της ΠΟΛ.1144/1998 ΑΥΟ.

Σημειώνεται ότι με τις ίδιες διατάξεις απαλείφθηκαν από το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997 οι λέξεις "ή δικαστικού", καθόσον, όπως και ανωτέρω αναφέρεται, καταργήθηκαν οι σχετικές με το δικαστικό συμβιβασμό διατάξεις.

Στις περιπτώσεις, όμως, που εξακολουθεί να είναι δυνατός ο δικαστικός συμβιβασμός, θα καταβάλλεται το 1/5 του τελικού ποσού της διαφοράς, εφόσον δεν έχει καταβληθεί το ποσό της προβεβαίωσης ή αν το καταβληθέν από την προβεβαίωση ποσό υπολείπεται του 1/5 του τελικού ποσού της διαφοράς, οπότε θα καταβάλλεται το υπόλοιπο ποσό μέχρι τη συμπλήρωση του 1/5.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 32 του Ν.2648/1998, προστέθηκε στην παρ. 5 του άρθρου 85 του Ν.2238/1994 "περί φορολογικού απορρήτου" νέα περίπτωση ε`. Με την προσθήκη της νέας περ. ε` στην παρ. 5 του άρθρου 85 του Ν.2238/1994 διευρύνεται η δυνατότητα χορήγησης φορολογικών στοιχείων, καμπτομένου του φορολογικού απορρήτου, εξαιρετικά και μόνο για την περίπτωση αυτή.

Με τη διάταξη αυτή, κατ` εξαίρεση, επιτρέπεται η χορήγηση στοιχείων σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και Οργανισμούς, που έχουν αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης ή ελέγχου των πάσης φύσεως χρηματοδοτήσεων, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων που καταβάλλονται σε Φυσικά ή Νομικά Πρόσωπα και Φορείς και προέρχονται από κρατικούς ή κοινοτικούς πόρους, για την άσκηση αποκλειστικά των αρμοδιοτήτων τους αυτών.

Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι, προκειμένου να χορηγηθούν στοιχεία από την αρμόδια ΔΟΥ σε Δημόσιες Υπηρεσίες, ΝΠΔΔ και Οργανισμούς, πρέπει να εξετάζεται από τη ΔΟΥ αν οι αιτούντες έχουν, με βάση ισχύοντα νόμο ή κανονιστική πράξη, ταυτόχρονα και αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης ή ελέγχου των πάσης φύσεως χρηματοδοτήσεων, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων.

Ακόμη, διευκρινίζεται ότι το αίτημα που θα υποβάλλεται στην αρμόδια ΔΟΥ θα πρέπει να είναι συγκεκριμένο (π.χ. αν υπάρχουν εικονικές συναλλαγές) και ως τέτοιο θα αντιμετωπίζεται απ` αυτή, που σημαίνει ότι κάμψη του φορολογικού απορρήτου υπάρχει μόνο για το συγκεκριμένο θέμα και όχι για τα λοιπά στοιχεία του φορολογούμενου.

Περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι η θέσπιση της νέας αυτής διάταξης για άρση του φορολογικού απορρήτου, ειδικά στις πιο πάνω περιπτώσεις, κρίθηκε αναγκαία για την ουσιαστική συνδρομή και υποστήριξη του ελέγχου που διενεργείται από τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ΝΠΔΔ και Οργανισμούς που καταβάλλουν χρηματοδοτήσεις, ενισχύσεις και επιδοτήσεις και την αποφυγή πιθανών καταστρατηγήσεων των σχετικών νόμων από Φυσικά ή Νομικά Πρόσωπα και Φορείς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για λήψη ποσών χρηματοδοτήσεων, οικονομικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων που προέρχονται από κρατικούς ή κοινοτικούς πόρους.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 32 του Ν.2648/1998, ορίζεται ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών στις οποίες υποβάλλονται τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν.1882/1990 και των άρθρων 47 και 55 του Ν.2065/1992 (όπως αυτά ισχύουν), καθώς, επίσης, να εξαιρούνται ορισμένοι υπόχρεοι από την υποβολή στοιχείων ή να ορίζεται διαφορετικός τρόπος υποβολής αυτών.

Με την εξουσιοδοτική αυτή διάταξη παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης υπουργικών αποφάσεων για ουσιαστικότερη αξιοποίηση και διακίνηση των διαφόρων φορολογικών στοιχείων που υποβάλλονται στις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να τεθούν στη διάθεση των ΔΟΥ ή των άλλων Υπηρεσιών ελέγχου (ΕΘΕΚ, ΠΕΚ, ΣΔΟΕ, Ειδικά Συνεργεία άρθρου 39 του Ν.1914/1990) για τη διενέργεια των απαραίτητων ελεγκτικών επαληθεύσεων.

Ηδη, από το Υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζονται τα σχετικά στοιχεία για την έκδοση των απαραίτητων υπουργικών αποφάσεων.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 32 του Ν.2648/1998, παύει να υφίσταται η υποχρέωση υποβολής μηνυτήριας αναφοράς από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ή τα εξομοιούμενα μ` αυτόν όργανα για φορολογικές παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997, οι οποίες, με βάση τις ισχύουσες τότε διατάξεις, συνιστούσαν ποινικά αδικήματα, ενώ με βάση τις νέες διατάξεις του Ν.2523/1997 δεν συνιστούν πλέον, από 1 Ιανουαρίου 1998, τέτοια αδικήματα.

Οπως είναι γνωστό, με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997, τέθηκε ως βασική αρχή, η οποία είναι βέβαια εναρμονισμένη με τις γενικότερες αρχές του Ποινικού Δικαίου, ότι η εκδίκαση των παλαιών υποθέσεων γίνεται με βάση το νέο καθεστώς του παραπάνω νόμου, εφόσον αυτό είναι ευμενέστερο.

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι, με τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 32 του Ν.2648/1998, επιδιώκεται η αποφυγή άσκοπων ενεργειών υποβολής μηνυτήριων αναφορών για φορολογικές παραβάσεις που δεν θεωρούνται πλέον ποινικά αδικήματα, καθώς και η αποσυμφόρηση των Εισαγγελικών Αρχών και των Ποινικών Δικαστηρίων.

5. Τέλος, σημειώνεται, ότι οι διατάξεις του άρθρου 32 του Ν.2648/1998 ισχύουν, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου, από 22 Οκτωβρίου 1998, ημερομηνία δημοσίευσης αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αρθρο 34 του Ν.2648/1998

Θέματα Μητρώου και ΦΠΑ

1. Δηλώσεις έναρξης και διακοπής εργασιών

Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 34 του κοινοποιούμενου νόμου διευκρινίζεται ότι η υφιστάμενη προθεσμία (άρθρο 29, παρ. 19 του Ν.1642/1986, όπως ισχύει) των τριάντα (30) ημερών για την καθυστέρηση υποβολής της δήλωσης έναρξης εργασιών των Νομικών Προσώπων, χωρίς κυρώσεις, ισχύει με την προϋπόθεση της μη πραγματοποίησης, κατά το διάστημα αυτό, καμιάς συναλλαγής στα πλαίσια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Περαιτέρω, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, επιμηκύνεται μόνο για τα Νομικά Πρόσωπα και τις Ενώσεις Προσώπων ο χρόνος υποβολής της δήλωσης διακοπής εργασιών από δέκα (10) ημέρες σε τριάντα (30) ημέρες από τη νόμιμη λύση τους.

Για τα Φυσικά Πρόσωπα παραμένει για την υποβολή της δήλωσης διακοπής εργασιών ο χρόνος των δέκα (10) ημερών από την οριστική παύση των εργασιών τους.

Υπενθυμίζεται ότι τα ανωτέρω περιλαμβάνονται στην υπ` αριθ. 1068526/2620/ΔΜ/ΠΟΛ.1169/9.6.1998 ΑΥΟ "Καθορισμός διαδικασιών και δικαιολογητικών κατά την υποβολή δηλώσεων έναρξης, μεταβολής και διακοπής εργασιών", στην οποία και σας παραπέμπουμε.

2. Χορήγηση ΑΦΜ

Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 34, αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν.1642/1986 και χορηγείται μοναδικός ΑΦΜ σε κάθε υποκείμενο στο φόρο ως εξής:

Στα Φυσικά Πρόσωπα, με την υποβολή της δήλωσης απόδοσης ΑΦΜ, που στην περίπτωση επιτηδευματιών προηγείται της δήλωσης έναρξης εργασιών. Στα πρόσωπα αυτά επισημαίνεται ότι μπορεί να έχει χορηγηθεί ΑΦΜ με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.

Στα Νομικά Πρόσωπα και Ενώσεις Προσώπων, με την υποβολή της δήλωσης έναρξης εργασιών.

Στις υπό ίδρυση επιχειρήσεις, με την υποβολή της δήλωσης ίδρυσης της επιχείρησης.

Υπενθυμίζεται ότι τα παραπάνω περιλαμβάνονται στην υπ` αριθ. 1027411/842/ΔΜ/26.2.1998 ΑΥΟ και έχουν δοθεί οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της με την ΠΟΛ.1120/27.4.1998 εγκύκλιο διαταγή.

Αρθρο 35 του Ν.2648/1998

Παραγραφή δικαιωμάτων του Δημοσίου και χρόνος διατήρησης βιβλίων και στοιχείων

Με την παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.2648/1998, αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 13 του Ν.2065/1992 και με τη νέα διάταξη η ισχύς των διατάξεων των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 13 του Ν.2065/1992, που αναφέρονται στο χρόνο παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου, έχει εφαρμογή σε υποθέσεις των οικονομικών ετών 1996 και μετά, για τις οποίες η προθεσμία υποβολής δηλώσεων αρχίζει από τις 1 Ιανουαρίου 1996 και μετά.

Μέχρι την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης, ο χρόνος παραγραφής καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του Ν.Δ.3323/1955 και όπως αυτό ίσχυσε μετά από τις τροποποιήσεις που υπέστη με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 17 του Ν.1828/1989 και της παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν.2120/1993.

Η μετάθεση του χρόνου ισχύος των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 13 του Ν.2065/1992, από υποθέσεις οικονομικού έτους 1993 σε υποθέσεις οικονομικού έτους 1996, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.2648/1998, έγινε προκειμένου να εναρμονισθεί πλέον σε όλες τις φορολογίες (ΦΠΑ, ΚΒΣ κ.λπ.) από το διαχειριστικό έτος 1995 και εντεύθεν ο χρόνος παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου.

Συνεπώς, μετά και την αντικατάσταση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 13 του Ν.2065/1992, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.2648/1998, οι διατάξεις του άρθρου 84 του Ν.2238/1994 εφαρμόζονται για υποθέσεις οικονομικού έτους 1996 και μετά, ενώ για τις υποθέσεις των προηγούμενων οικονομικών ετών έχουν ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 68 του Ν.Δ.3323/1955, όπως αυτές συμπληρώθηκαν και ισχύουν με τις διατάξεις των άρθρων 17, παρ. 1 του Ν.1828/1989 και 1, παρ. 4 του Ν.2120/1993.

Για καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω μεταβολών που επήλθαν με την παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.2648/1998, παραθέτουμε κατωτέρω συνοπτικό πίνακα, στον οποίο φαίνεται ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 68 του Ν.Δ.3323/1955 και της παρ. 1 του άρθρου 84 του Ν.2238/1994, για τα οικονομικά έτη από το 1988 έως το 2000.

Πίνακας χρόνου παραγραφής

Το οικονομικό έτος 1988 (χρήση 1987), παραγράφεται μετά 10 έτη, δηλαδή 31.12.1998

Το οικονομικό έτος 1989 (χρήση 1988), παραγράφεται μετά 10 έτη, δηλαδή 31.12.1999

Το οικονομικό έτος 1990 (χρήση 1989), παραγράφεται μετά 10 έτη, δηλαδή 31.12.2000

Το οικονομικό έτος 1991 (χρήση 1990), παραγράφεται μετά 10 έτη, δηλαδή 31.12.2001

Το οικονομικό έτος 1992 (χρήση 1991), παραγράφεται μετά 10 έτη, δηλαδή 31.12.2002

Το οικονομικό έτος 1993 (χρήση 1992), παραγράφεται μετά 10 έτη, δηλαδή 31.12.2003

Το οικονομικό έτος 1994 (χρήση 1993), παραγράφεται μετά 10 έτη, δηλαδή 31.12.2004

Το οικονομικό έτος 1995 (χρήση 1994), παραγράφεται μετά 10 έτη, δηλαδή 31.12.2005

Το οικονομικό έτος 1996 (χρήση 1995), παραγράφεται μετά 5 έτη, δηλαδή 31.12.2001

Το οικονομικό έτος 1997 (χρήση 1996), παραγράφεται μετά 5 έτη, δηλαδή 31.12.2002

Το οικονομικό έτος 1998 (χρήση 1997), παραγράφεται μετά 5 έτη, δηλαδή 31.12.2003

Το οικονομικό έτος 1999 (χρήση 1998), παραγράφεται μετά 5 έτη, δηλαδή 31.12.2004

Το οικονομικό έτος 2000 (χρήση 1999), παραγράφεται μετά 5 έτη, δηλαδή 31.12.2005 κ.λπ.

Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι, από τις 31 Δεκεμβρίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2005, θα συμπίπτει ο χρόνος παραγραφής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 1991 έως 2000 ως εξής:

*Την 31.12.2001 παραγράφονται ταυτόχρονατα οικονομικά έτη 1991 και 1996

*Την 31.12.2002 παραγράφονται ταυτόχρονατα οικονομικά έτη 1992 και 1997

*Την 31.12.2003 παραγράφονται ταυτόχρονατα οικονομικά έτη 1993 και 1998

*Την 31.12.2004 παραγράφονται ταυτόχρονατα οικονομικά έτη 1994 και 1999

*Την 31.12.2005 παραγράφονται ταυτόχρονατα οικονομικά έτη 1995 και 2000

Σημειώνεται ακόμη ότι, με την αντικατάσταση του χρόνου ισχύος του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 13 του Ν.2065/1992, επέρχονται ανάλογες μεταβολές και στις λοιπές περιπτώσεις δυνατότητας κοινοποίησης φύλλων ελέγχου (π.χ. λόγω μη υποβολής δηλώσεων, ενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής εγγραφής κ.λπ.).

Υπενθυμίζεται ότι, για την εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 35 του Ν.2648/1998, με τις οποίες επήλθαν μεταβολές στις διατάξεις του ΚΒΣ ως προς το χρόνο διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων, δόθηκαν σχετικές οδηγίες από τη Διεύθυνση ΚΒΣ (Δ15) με την ΠΟΛ.1257/1998.

Αρθρο 28, παρ. 7 του Ν.2682/1999

Διατάξεις που αναφέρονται στο κύρος των βιβλίων και των στοιχείων επιχειρήσεων και επαγγελματιών

Με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 28 του Ν.2682/1999, ορίζεται ότι αίρονται οι προβλεπόμενες από την παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν.2093/1992 επιπτώσεις που αναφέρονται στο κύρος των βιβλίων και στοιχείων των επιχειρήσεων ή επαγγελματιών, στην περίπτωση που διαπιστώνεται νόθευση, διάθεση, μεταφορά ή χρησιμοποίηση πετρελαίου θέρμανσης για άλλες εκτός από τη θέρμανση χρήσεις, εφόσον εντός εξαμήνου από την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 8 του Ν.2648/1998, ήτοι μέχρι 22 Απριλίου 1999 καταβληθεί η σχετική διαφορά μεταξύ των φορολογιών πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης που ίσχυαν κατά το χρόνο της παραλαβής τους.

Συνεπώς, σε όσες περιπτώσεις στους φορολογικούς ελέγχους αποδεικνύεται ότι οι επιτηδευματίες έχουν καταβάλει εντός του εν λόγω εξαμήνου και μέχρι τις 22 Απριλίου 1999 τη σχετική διαφορά μεταξύ των φορολογιών πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης που ίσχυαν κατά το χρόνο της παραλαβής τους, τα βιβλία και στοιχεία των επιτηδευματιών αυτών δεν θα κρίνονται ως ανακριβή εκ του λόγου αυτού και, γενικά, δεν θα επέρχονται οι επιπτώσεις της παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν.2093/1992.

Αντίθετα, όπου δεν αποδεικνύεται η καταβολή κατά το ως άνω εξάμηνο χρονικό διάστημα της διαφοράς μεταξύ των φορολογιών πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης, τα βιβλία και στοιχεία των επιτηδευματιών θα κρίνονται ως ανακριβή και θα εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν.2093/1992.

Ακόμη, με τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 28 του Ν.2682/1999, ορίζεται ότι αίρονται οι προβλεπόμενες επιπτώσεις της παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν.2093/1992 και στις φορολογικές υποθέσεις επιχειρήσεων ή επιτηδευματιών για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων μέχρι τις 22 Οκτωβρίου 1998, ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Ν.2648/1998 και εφόσον μέχρι αυτή την ημερομηνία έχουν καταβληθεί οι σχετικές διαφορές του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και η τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη έπαυσε οριστικά.

Διευκρινίζεται ότι η άρση των προβλεπομένων επιπτώσεων της παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν.2093/1992 με τις προϋποθέσεις που ορίζει το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 28 του Ν.2682/1999, καλύπτει πέραν των όσων ορίζει το πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, άρθρου και νόμου και τις περιπτώσεις εκείνες που επιχειρήσεις ή επιτηδευματίες μέχρι τις 22 Οκτωβρίου 1998 κατέβαλαν τις σχετικές διαφορές του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και έπαυσε οριστικά η τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!